Κυριακή 30 Μαρτίου 2014

Η ΕΛΛΕΙΨΗ ΟΡΘΗΣ ΙΚΑΝΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΚΡΙΣΗΣ ΤΩΝ ΚΑΣΤΟΡΙΑΝΩΝ

Στην Καστοριά, με ελάχιστες εξαιρέσεις, οι πολίτες-ψηφοφόροι δεν αξιολογούν την ποιότητα και δεν ψηφίζουν πρόσωπα εγνωσμένης αξίας, που βρίσκονται εκτός αμφιβολίας και που έχουν αναγνωρισθεί από όλες τις πλευρές.
Η πλειονότητα των πολιτών λογαριάζει την επιφάνεια και όχι την ουσία και την ποιότητα των υποψηφίων. Και έτσι, η επιτυχία πολιτευτών, των προσώπων δηλαδή που έχουν ενεργό συμμετοχή στην πολιτική ζωή του τόπου επιδιώκοντας την εκλογή τους σε αιρετά αξιώματα και των πολιτευόμενων μετριέται κατά κανόνα με κριτήριο την ευκαιριακή ή μεθοδευμένη ή εξαγορασμένη αναγνωρισιμότητα, την οποία εξασφαλίζει και η συχνότητα εμφάνισης σε τηλεοπτικά κανάλια και τη δημοσιότητα που συναρτάται από τη συχνότητα αναφοράς του ονόματος σε εφημερίδες.
Είναι καταφανές, ό,τι στην Ελλάδα πολλά χρόνια πριν, το ίδιο κράτος έχει θεσμικά καταργήσει την διάκριση ποιοτήτων, την αξιολογική κρίση, την εκτίμηση και διαβάθμιση προσόντων, αξιοσύνης και ήθους. Και όταν, από το δημοτικό σχολείο ως τα ανώτατα κρατικά αξιώματα έχει θεσμικά αποκλειστεί η ποιοτική αναβάθμιση, η διάκριση και καταξίωση ταλέντου, κατάρτισης, ωριμότητας, εντιμότητας κ.λ.π. δεν υπάρχει περιθώριο ούτε νόημα να λειτουργήσει η άμιλλα, η δημιουργική φαντασία, η αίσθηση τιμής για την ανάληψη ευθύνης. Ελάχιστοι Καστοριανοί κατανοούν ότι μια κοινωνία που την έχει αποκλείσει θεσμικά το κατεστημένο για κριτική αξιολόγηση και άμιλλα, είναι με μαθηματική βεβαιότητα χωρίς μέλλον.
Υπενθυμίζω στους αναγνώστες μου, ότι όλοι οι ανώτατοι κρατικοί αξιωματούχοι στην Ελλάδα επιλέγονται και διορίζονται από την όποια Κυβέρνηση κομματικά, αυθαίρετα, σατραπικά, χωρίς τις νόμιμες και αξιοκρατικές διαδικασίες και προϋποθέσεις αμερόληπτης κρίσης και ποιοτικής αξιολόγησης. Παντού: Στη Δικαιοσύνη, στις Ένοπλες Δυνάμεις, στη Δημόσια Τάξη στο Δημόσιο και τους Δημόσιους Οργανισμούς, στις Κρατικές και ημικρατικές εταιρείες (π.χ. Κέντρο Ελληνικής Γούνας), στα κρατικά Μουσεία στα κρατικά Νοσοκομεία, στις κρατικές ορχήστρες και Εθνικό Θέατρο, στα κρατικά ασφαλιστικά ταμεία… ο κατάλογος είναι ατελείωτος. Κάθε κυβέρνηση σέρνει μαζί της για να γεμίσει χιλιάδες θέσεις χρυσοπληρωμένης εξουσίας, μια παρασιτική καμαρίλα ανεπάγγελτων (κατά κανόνα) κομματικών κομπάρσων και τυχοδιωκτών, ψηφοσυλλεκτών, αφισοκολλητών, κολάκων.
Και δυστυχώς, αυτό το κοινωνικό και πολιτικό περιθώριο ασκεί εξουσία!
Έτσι, οι δημόσιοι λειτουργοί γνωρίζουν από της εισόδου στην υπηρεσία, ότι το ενδεχόμενο να φθάσουν στα κορυφαία κρατικά αξιώματα δεν είναι συνάρτηση των ικανοτήτων, της εργατικότητας, της δημιουργικής πρωτοβουλίας, του διευθυντικού χαρίσματος. Ο κανόνας έχει και τις εξαιρέσεις του, αλλά συνάρτηση μόνο της προσχώρησης στην αυλή κάποιου κόμματος και όχι μόνο των κομμάτων της εξουσίας ή στον περίγυρο κάποιου πολιτευτού. Η αναξιοκρατία είναι το  παραδοσιακό δεδομένο, ο θεμέλιος λίθος οικοδόμησης του Ελληνικού Κράτους από τη μεταπολίτευση (1975) και μετά.
Μοιραίος για την Ελλάδα και τον Ελληνισμό ο θρίαμβος του πολιτικού και κοινωνικού λαϊκισμού και του αμοραλισμού.
Κάτι το ανάλογο συμβαίνει και με τους υποψηφίους των αιρετών αξιωμάτων.

Γι’ αυτό, επιλέγονται και εκλέγονται – εκτός εξαιρέσεων – ανεπαρκείς, φαύλοι, αριβιστές, τυχοδιώκτες, κακόψυχοι και μικρόψυχοι, γελοίοι και πολιτικά και κοινωνικά άτομα του περιθωρίου

Η ΘΛΙΒΕΡΗ ΚΑΙ ΑΚΡΙΒΗΣ ΕΙΚΟΝΑ ΜΕΡΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΠΟΥ ΑΣΚΟΥΝ ΤΟΠΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ.

Ο μεγαλύτερος ίσως ανασταλτικός παράγων στην παραγωγή έργου με ιδιαίτερη σημασία σε βαρύτητα και μέγεθος, από τα πολλά πρόσωπα που ασκούν την τοπική πολιτική εξουσία, συμπεριλαμβανομένων και αυτών της τοπικής Αυτοδιοίκησης Α΄ και Β΄ βαθμού, είναι ότι όλοι θεωρούν το λίγο ως σπουδαίο, το ασήμαντο ως σημαντικό.
Έτσι, λοιπόν, όλοι τους, Υπουργοί και Μέγαρο Μαξίμου, δημιουργούν «αντισώματα» και πιστεύουν ότι καταβάλλουν μεγάλες προσπάθειες τη στιγμή που το συνολικό τους έργο είναι πολύ φτωχό. Και αρκούνται στο ελάχιστο, τη στιγμή που επιβάλλονται γενναίες και βαθιές τομές.
Άτομα εξαιρετικά κοντόφθαλμα και ανίκανα να ενημερώσουν σωστά την τοπική κοινωνία για το σωστό, αυτό που επιβάλλεται και που ενδείκνυται από συγκεκριμένες προϋποθέσεις για το καλό του τόπου, να την εκπαιδεύσουν να δεχθεί το σύγχρονο και το ασφαλές, κατέχουν τα πόστα και στέκονται εμπόδιο στην πρόοδο και του τόπου και της κοινωνίας. Για παράδειγμα, η καταστροφή του περιβάλλοντος π.χ. Λίμνη, έχει πάρει επικές διαστάσεις και οι αρμόδιοι δεν λένε να συνειδητοποιήσουν το απελπιστικά λίγο έργο τους. Σε όλους ανεξαιρέτως τους τομείς. Και παραμένουν οι ίδιοι!
Ποιος τουρισμός να αναπτυχθεί, σ’ αυτό το πανέμορφο φυσικό περιβάλλον, ποια εκμετάλλευση να δημιουργηθεί με ταυτόχρονη προστασία της ανεπανάληπτης Καστοριανής φύσης; Ο ιδιώτης είναι ανεξέλεγκτος, ο δημόσιος λειτουργός και το κράτος αυθαιρετούν και ερμηνεύουν ή ρυθμίζουν κατά το δοκούν και όλοι μαζί πάμε «κατά διαόλου». Διότι το «κάστανο» της χωροταξίας στην Ελλάδα είναι πολύ καυτό. Και τα χέρια αυτών που το πιάνουν καθόλου επιδέξια. Διότι η παιδεία τους στηρίζεται στον κομματισμό, στην ατολμία, στην ψηφοθηρία και στην απραξία!
Δημόσια έργα. Οι απαραίτητες υποδομές γίνονται με καθυστερήσεις ετών και είναι τόσο κοντόφθαλμες, «μικρές» και ελλιπείς, που όταν τελειώσουν, είναι κορεσμένες και ξεπερασμένες. Η ντροπή για όσους ασχολήθηκαν με το σχεδιασμό και την εκτέλεση των δημοσίων έργων είναι ευθέως ανάλογη του χρόνου που είχαν την ευθύνη του τομέα αυτού.
Το έχω γράψει πολλές φορές. Όλοι, – και όχι μόνο μια μερίδα – οι Καστοριανοί έπρεπε να τρώμε με χρυσά κουτάλια. Δυστυχώς, η Καστοριά, με τη νοοτροπία που επικρατεί σε όλους τους πολιτικούς και πολιτευτάς υπό την ευρείαν του όρου έννοια, πολιτικούς που εκστασιάζονται με το ασήμαντο έργο τους, γενική προκοπή δεν πρόκειται να δει, εκτός εάν οι ψηφοφόροι αλλάξουν πορεία – τακτική και αναδείξουν στα δημόσια αξιώματα φιλοπάτριδες, άξιους, έντιμους και ανιδιοτελείς. Άνθρωποι στενών οριζόντων, μικρών στόχων και μικρών δυνατοτήτων, στέκονται εμπόδιο στην πρόοδό μας. «Υπνωτιζόμενοι», ικανοποιούνται και μας υπνωτίζουν με την προβολή του απελπιστικά μικρού τους έργου

Η ΕΝΝΟΙΟΛΟΓΙΚΗ ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΛΕΞΗΣ «ΛΑΜΟΓΙΑ»

Η ετυμολογία της λέξης «Λαμόγια», δεν ανευρίσκεται στην πλουσιότατη ελληνική λεξικογραφία και προφανώς αποτελεί ξενόφωνο ιδίωμα, προερχόμενο από την ιταλική λέξη «La mogio», που κατά μίαν έννοια σημαίνει τον ασθενή ή καταβεβλημένο.
Κατά τον Γ. Μπαμπινιώτη (Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, σελίδα 989), λαμόγιο σημαίνει «ο αβανταδόρος, ο καιροσκόπος που δραστηριοποιείται σε διάφορους τομείς για να επωφεληθεί οικονομικά και στη συνέχεια να αποχωρήσει».
Κατά την άποψή μου, επειδή η λέξη χρησιμοποιείται συνέχεια στη σύγχρονη ελληνική φρασεολογία και πρακτική και έπειτα από ειδική επεξεργασία, θεωρώ βέβαιον πως η λέξη «λαμόγιο» μεταφορικά υπονοεί τον κατεργάρη, τον δόλιο, τον καταφερτζή, τον ραδιούργο, τον φαύλο, τον καταχραστή, τον καιροσκόπο και γενικά τον αντικοινωνικό και ηθικά ξεπεσμένο άνθρωπο. Και δεν είναι υπερβολή να λεχθεί ότι ο χαρακτηρισμός αυτός είναι συνώνυμος του «πολιτικού και κοινωνικού εγκληματία».
                                            

                                                                   

Κυριακή 23 Μαρτίου 2014

ΠΑΡΟΤΡΥΝΣΕΙΣ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΚΑΣΤΟΡΙΑΝΟΥΣ ΕΝ ΟΨΕΙ ΕΚΛΟΓΩΝ

Εν όψει των Δημοτικών και Περιφερειακών εκλογών της 24ης Μαΐου τ. έ., αδράχνω την ευκαιρία και συνιστώ στους συμπατριώτες μου και τους προτρέπω, πως έχουν πατριωτικό και ηθικό χρέος, επιβάλλεται για το καλό της Ελλάδας, της Καστοριάς και των κατοίκων της να εκφράσουν την προτίμησή τους και να εκλέξουν πρόσωπα που διακρίνονται για την φιλοπατρία τους και την ανυπόκριτη αγάπη τους για την Καστοριά, αδιάβλητα, προικισμένα με ικανότητες και κυρίως τα πρόσωπα εκείνα που ξεχωρίζουν για την τιμιότητα, την ανιδιοτέλεια, την αρετή, το αδιαμφισβήτητο ήθος και την εργατικότητά τους.
Τα πρόσωπα εκείνα που έχουν καλή «έξωθεν μαρτυρία», που αγωνίζονται για την προκοπή του τόπου και την ευημερία όλων των κατοίκων του Νομού χωρίς τις επονείδιστες επιδιώξεις προσωπικού πλούτου, με μίζες, λαδώματα, κομπίνες και παρασκηνιακές ατιμωτικές συναλλαγές με κέντρα εξουσίας και τοπικά φαύλα κατεστημένα. Και ακόμα χωρίς ιδιαιτέρες γραμματείς και πολυτελή κρατικά αυτοκίνητα. Και ο Νομός μας έχει πολλά τέτοια πρόσωπα, τα οποία εκθέτουν υποψηφιότητα σε όλους τους εκλογικούς συνδυασμούς. Αναζητήστε τους με επίμονο τρόπο, βρέστε τους και ψηφίστε τους.   

ΟΙ ΕΠΙΛΟΓΕΣ ΤΩΝ ΨΗΦΟΦΟΡΩΝ ΤΗΣ ΚΑΣΤΟΡΙΑΣ ΕΝ ΟΨΕΙ ΤΩΝ ΕΚΛΟΓΩΝ ΤΟΥ ΜΑΪΟΥ - ΝΑ ΕΠΙΛΕΞΕΤΕ ΤΟΥΣ ΚΑΛΥΤΕΡΟΥΣ. ΥΠΑΡΧΟΥΝ!

          Η ώρα της κάλπης πλησιάζει επικίνδυνα. Σε δύο μήνες θα κληθούμε να αναδείξουμε τα νέα πρόσωπα της Περιφερειακής και Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Θεωρώ την εκλογική αναμέτρηση σαν μία από τις κρισιμότερες μετά τη Μεταπολίτευση του 1974. Τα τελευταία χρόνια οι περισσότεροι Έλληνες καταλάβαμε πόσο ανεπαρκές είναι το πολιτικό προσωπικό της χώρας γενικά. Γι’ αυτό δικαιούμαστε να είμαστε επιφυλακτικοί, καχύποπτοι και διστακτικοί ως προς τον ποιόν ή ποιούς θα εμπιστευθούμε για να μας διοικήσουν, να διαχειρισθούν τα τοπικά μας θέματα και προβλήματα. Χρειάζονται νέα πρόσωπα, άφθαρτα, ικανά, που να έχουν δουλέψει στη ζωή τους, να γνωρίζουν το αντικείμενο, να έχουν οράματα και να μπορούν να διαχειρισθούν τα κοινά με τρόπο αψεγάδιαστο, αξιοκρατικό και χωρίς προσωπικό ηθικό και υλικό όφελος. 
          Και λέω επικίνδυνα, γιατί τα τελευταία 40 χρόνια, η εκλογική εμπειρία, ένα πράγμα δηλώνει, ότι πάμε από το κακό στο χειρότερο. Κάθε εκλογική αναμέτρηση, μας οδηγεί, ένα σκαλοπάτι παρακάτω. Τίποτα δεν δηλώνει ότι αυτές οι κρίσιμες εκλογές για την ανάδειξη αιρετών αρχόντων της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, θα οδηγήσουν τις Περιφέρειες και τους Δήμους σε βελτίωση σε σχέση με την προηγούμενη κατάσταση, ή θα σταματήσουν τον κατήφορο και τη διαφθορά που μαστίζει την Τοπική Αυτοδιοίκηση, και ιδιαίτερα ορισμένους κατά το πρόσφατο παρελθόν τοπικούς μας αιρετούς άρχοντες, οι οποίοι ξεπέρασαν όλα τα όρια της φαυλότητας και του ευτελισμού. Ίσα-ίσα μάλιστα… το μάτι των εν αναμονή νομέων της εξουσίας… γυαλίζει επικίνδυνα. Ο καθένας μας το βλέπει και το αντιλαμβάνεται…
          Έτσι λοιπόν, οι επιλογές μας στην ουσία, είναι δύο. Καλούμαστε να επιλέξουμε ανάμεσα στους άριστους – αν βέβαια υπάρχουν –, στους καλούς και τις μετριότητες, τους έντιμους ή φαύλους. Μεγάλα τα διλήμματα που θέτει η Δημοκρατία μας και δύσκολη η επιλογή.
Έτσι, Κυριακή, θα μπούμε στην «ουρά» για να επιτελέσουμε τάχα, το ύψιστο καθήκον μας, την συμμετοχή μας, δηλαδή, στα κοινά. Και είμαστε εμείς, οι σημερινοί Έλληνες, που έχουμε καταντήσει αυτό που οι αρχαίοι μας πρόγονοι εννοούσαν συμμετοχή στα κοινά, διαδικασία, άκρως επικίνδυνη για το μέλλον της ίδιας της Πατρίδας μας. Γιατί; Διότι δεν βλέπουμε τίποτα άλλο, πέραν του απολύτως προσωπικού συμφέροντος, που κι αυτό είναι αμφιλεγόμενο, λόγω της πλήρους άγνοιάς μας του τι σημαίνει μέλος κοινωνίας και τι… μονάδα αγέλης.
          Για τους λόγους αυτούς και άλλους που θα γνωστοποιηθούν σε επόμενα άρθρα μου, και προκειμένου οι πολίτες της Καστοριάς να απορρίψουν ή να αρνηθούν ψήφο σε όλους εκείνους που άσκησαν εξουσία, μια εξουσία που ζημίωσε τον Νομό της Καστοριάς, ωφέλησε όμως τους ίδιους ποικιλοτρόπως, προτείνω να στηρίξουν εκείνους τους υποψηφίους στις Περιφέρειες και στους Δήμους, που με την μέχρι σήμερα συμπεριφορά τους και τις εν γένει δραστηριότητές τους, έχουν επιδείξει το ήθος και την ικανότητα να διακρίνουν και να υποστηρίζουν το γενικό συμφέρον, περιφρονώντας τα ιδιοτελή κομματικά, συντεχνιακά ή προσωπικά συμφέροντα.
          Συνιστώ στους ψηφοφόρους όλων των κομμάτων όπως στις εκλογές της 24ης Μαΐου , να επιλέξουν τους υποψηφίους επί τη βάσει και των παρακάτω ουσιαστικών κριτηρίων, συνοπτικά αναφερομένων.
α) το ήθος
β) την εντιμότητα
γ) την ικανότητα
δ) τις γνώσεις
ε) την ηλικία
στ) την κοινωνική και πολιτική καταξίωση και
ζ)  ευαισθησία, ενδιαφέρον και θέσεις των στα εθνικά μας θέματα. 

ΕΝ ΟΨΕΙ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΩΝ ΚΑΙ ΔΗΜΟΤΙΚΩΝ ΕΚΛΟΓΩΝ ΚΑΙΡΟΣ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙ Η ΚΑΣΤΟΡΙΑΝΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ


Τ
οπικός έντυπος Τύπος, ηλεκτρονικά ΜΜΕ και χιλιάδες πολίτες του ακριτικού αυτού Νομού που βρίσκεται σε κατάσταση οικονομικής δυσπραγίας και πολιτικής παρακμής, επισημαίνουν τον κατήφορο που έχει πάρει το πολιτικό κατεστημένο στον Νομό μας. Λίγοι οι έντιμοι, οι ικανοί και οι εργατικοί, πολλοί οι φαύλοι οι εραστές της εξουσίας και οι τυχοδιώκτες της πολιτικής.
Υπάρχει επιτέλους σε αυτόν τον τόπο λίγο φιλότιμο, λίγη λεβεντιά, λίγη ευθιξία που να ταρακουνήσει συθέμελα το απαράδεκτο αυτό οικοδόμημα που επί πολλά χρόνια ένας επιτήδειος πολιτικός, κοινωνικός και οικονομικός μηχανισμός με τόση επιμέλεια έχτισε; Μηχανισμός με τις μικρές ομάδες συμφεροντολόγων ανθρώπων που δρουν συντονισμένα με αλληλοϋποστήριξη και αμοιβαίες εξυπηρετήσεις που λυμαίνεται τον τόπο, αποκομίζοντες ηθικά και οικονομικά οφέλη, σύννομα και παράνομα, θεμιτά και αθέμιτα, σε βάρος του κοινού καλού και της προόδου.
Υπάρχουν τρόποι να προβληματίσουμε θετικά την πλειοψηφία των ψηφοφόρων του Νομού μας, ώστε στις επικείμενες  Περιφερειακές και Δημοτικές εκλογές, να μαυρίσουν όλους τους υπεύθυνους για τον σημερινό κατήφορο και την κατάντια αυτού του θαυμάσιου τόπου; Νομίζω ναι! Αρκεί οι πολίτες να πειστούν και να καταλάβουν ότι δεν είναι δυνατόν λίγοι ή πολλοί απίθανοι και απίστευτοι σε θράσος κομματικοί, όλων των παρατάξεων, που η αξία τους αγγίζει το μηδέν, να μας δουλεύουν επί δεκαετίες συστηματικά και ασύστολα. Κάποια μάλιστα «σαΐνια» του τοπικού κατεστημένου των ΜΜΕ, πολύτιμοι συνεταίροι του συστήματος, που συμπλέουν απόλυτα μαζί τους λόγω κοινών συμφερόντων, άρχισαν να βγάζουν από τη ναφθαλίνη στην ενεργό πολιτική δράση κάποια δολιομέντερα και διεφθαρμένα άτομα. Προβάλλονται πρόσωπα που εκστασιάζονται με την απραξία τους και προσπαθούν να πείσουν εαυτούς και αλλήλους, ότι επιτελούν έργο. Όλοι πρέπει να βροντοφωνήσουμε όχι στους ανίκανους και ανήμπορους πολιτικούς, όχι στους πολιτικούς που στερούνται ήθους, που δεν πιστεύουν σε παραδοσιακές αξίες και χρησιμοποιούν ανεπίτρεπτα μέσα (χρηματισμό, ρουσφέτι, αναξιοκρατικές μεθόδους) για να επιβληθούν έναντι των ικανών και εντίμων αντιπάλων τους και να επικρατήσουν πολιτικά, κοινωνικά, οικονομικά. Οι καιροί ού μενετοί.
Καιρός είναι Καστοριανοί να βγείτε από τον πολιτικό και κοινωνικό λήθαργο.

ΕΝΑ ΠΡΟΤΥΠΟ ΠΡΟΣ ΜΙΜΗΣΗ

Λέγεται Μιχαϊλίδης Γεώργιος και υπηρετεί στη στάθμευση αυτοκινήτων. Είναι άτομο εργατικό, εργάζεται με αγάπη και πρόθυμη διάθεση για την υπηρεσία του, αλλά και για το καλό των πολιτών του Δήμου της Καστοριάς, εκτελεί τα καθήκοντά του με προσήλωση και εντιμότητα, είναι ευγενής και προσιτός, δείχνει κατανόηση προς τον φορολογούμενο πολίτη, είναι ακέραιος και ευσυνείδητος.
Η Ελλάδα χρειάζεται αυτής της ποιότητος δημοσίων υπαλλήλων, που αποτελούν παράδειγμα προς μίμηση και όχι προς αποφυγήν.
Ευελπιστώ πως η εφημερίδα «ΝΕΑ ΚΑΣΤΟΡΙΑ», θα τον αξιολογήσει με 10. 

Κυριακή 16 Μαρτίου 2014

ΠΟΛΙΤΙΚΗ – ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ: (ΣΥΝΕΧΕΙΑ…) ΕΚΛΟΓΕΣ ΔΗΜΟΚΟΠΙΑ – ΥΠΟΚΡΙΣΙΑ – ΨΕΥΔΟΣ – ΣΥΝΑΛΛΑΓΗ

Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ αμοραλισμός κορυφώνεται κατά την προεκλογική κινητοποίηση των κομματικών μηχανισμών. Τα πάντα είναι θεμιτά για τον εγκλωβισμό των πολιτών: η δημαγωγία, η πανουργία, ο δόλος, η απάτη. Οι ηγετικές ομάδες εφαρμόζουν πάντοτε έναν ειδεχθέστατο κώδικα συμπεριφοράς. Από το 1855 τα «πολιτικά τζάκια» – μερικές οικογένειες που δημιούργησαν κομματική πελατεία – κερδίζουν την κοινοβουλευτική πλειοψηφία με δύο μεθόδους. Τη ρουσφετολογία κατά την περίοδο που νέμονται την εξουσία, τη βία και τη νοθεία κατά την εκλογική αναμέτρηση. Η νίκη, ιδία μετά τον εμφύλιο πόλεμο του 1946-1949 κερδιζόταν – κυρίως στην ύπαιθρο – με τον στρατό, τον χωροφύλακα και τις παρακρατικές οργανώσεις.
Για τη δημιουργία εκλογικής πελατείας χρειάζεται άφθονο χρήμα. Οι «πολιτευόμενοι» των κομμάτων εξουσίας το αντλούν από το δημόσιο ταμείο, οι εκτός εξουσίας από τα αποκτηθέντα κατά τη θητεία τους στη διαχείριση των κοινών, οι νεότευκτοι από την προσωπική περιουσία τους – όταν πρόκειται για οικονομικούς παράγοντες που επιδιώκουν δια μέσου της πολιτικής να επαυξήσουν την περιουσία τους.
Κι αν υπάρχουν έντιμοι και ανιδιοτελείς πολίτες που φιλοδοξούν να ασχοληθούν με τα κοινά και να υπερασπισθούν το δίκαιο και τη νομιμότητα εξουδετερώνονται από τους φαύλους ή παρασύρονται στο τέλμα. Γιατί, όπως παρατηρεί ο Πλάτων, ο χρηστός πολίτης όχι μόνο δεν βλέπει Θεού πρόσωπο με την ηθική του ακεραιότητα αλλά και απομονώνεται. Όλοι γύρω του, οικείοι και γνώριμοι, γίνονται εχθροί του αν αρνηθεί να προσφέρει παράνομες εκδουλεύσεις. Αντίθετα οι διεφθαρμένοι περιβάλλονται μόνο από φίλους[1].
Γενικά οι ολίγοι εξαχρειωμένοι πολιτικοί της εποχής μας θυμίζουν τον δημαγωγό που στιγματίζει ο Αθηναίος ρήτορας Ανδοκίδης. «Μας κολακεύει όλους μαζί και μας φτύνει έναν-ένα χωριστά»[2].
Οι «προεκλογικοί αγώνες» υπήρξαν πάντοτε αποθέωση της υποκρισίας, του ψεύδους και της απάτης. Πριν δύο περίπου χιλιετίες, ο Κικέρων, υποψήφιος ύπατος, παίρνει μια μακροσκελή επιστολή από τον αδερφό του Κουίντο – κρατικό αξιωματούχο – με συμβουλές για την τακτική που πρέπει να ακολουθήσει και ποιές μεθόδους να επιστρατεύσει κατά την προεκλογική εκστρατεία[3]. Πανουργίες, τεχνάσματα, διπλοπροσωπία, παραπλάνηση, σκηνοθεσίες, διαβουκόληση, αγυρτεία, δελεασμοί, υπουλότητα, θεατρινισμοί, μυθολογήματα. Ακριβώς όπως και στις σύγχρονες «δημοκρατίες».
Ο Κουίντος Κικέρων υποδεικνύει στον αδερφό του τελεσφόρους τρόπους ψηφοθηρίας. Όλα τα μέσα είναι θεμιτά και επιβεβλημένα. Και πρώτα-πρώτα να καλέσει όλους όσους έχουν κάποια υποχρέωση απέναντί του να δείξουν τώρα την ευγνωμοσύνη τους. Να τους πείσει πως αυτός είναι πάντοτε άνθρωπος της εξουσίας, πως βρίσκεται στο πλευρό των μεγάλων και των ισχυρών και το κυριότερο πως ουδέποτε αποζήτησε τις συμπάθειες του φτωχολαού – της πλέμπας.
Πώς πρέπει να συμπεριφέρεται στους προπαγανδιστές του; «Προσπάθησε να τους πείσεις ότι είσαι πρόθυμος να ικανοποιήσεις τις αξιώσεις τους. Αλλά να τους δώσεις να καταλάβουν πως θα παρακολουθείς προσεχτικά τη δράση τους και ότι θα αξιολογήσεις στο τέλος την προσφορά τους».
Δεν έχουν καμιά θέση οι ενδοιασμοί, οι ηθικολογίες και οι αμφιταλαντεύσεις. «Μπορείς κατά την προεκλογική εκστρατεία να κάνεις χωρίς ντροπή ό,τι δεν θα έκανες ποτέ στην καθημερινή ζωή, να επιδιώκεις την φιλία ανθρώπων που άλλοτε θα θεωρούσες αναξιοπρέπεια». Σε προεκλογική περίοδο όλα επιτρέπονται. Αν δεν έχεις πάρε-δώσε με κάθε λογής ανθρώπους, είσαι υποψήφιος για κλάματα, ένα τίποτα.
Πρέπει να επιλέγει σε κάθε περιοχή τους κατάλληλους πράκτορες – διαφημιστές. «Να τους μιλήσεις προσωπικά, να τους δέσεις με την υπόθεσή σου, έτσι που ν’ αγωνιστούν για σένα σαν να είναι οι ίδιοι υποψήφιοι». Τον συμβουλεύει να προσέχει τις δημόσιες εμφανίσεις του. Να συνοδεύεται πάντοτε από ανθρώπους όλων των τάξεων, αξιωμάτων και ηλικιών. Και το σπίτι ανοιχτό μέρα νύχτα. Να κουβεντιάζει φιλικά με όλους, να δείχνει ενδιαφέρον για καθένα χωριστά, έτσι που να νοιώθουν πως τους προσέχει και τους ξεχωρίζει.
Ευγένεια και ευπροσηγορία προς τους ψηφοφόρους. Αλλά δεν αρκούν αυτά. Χρειάζεται και κολακεία – blanditia. «Στην καθημερινή ζωή μπορεί αυτό να φαίνεται άθλιο και εξευτελιστικό, αλλά για τον υποψήφιο είναι απαραίτητο». Πρέπει να μεταμορφώνεται ανάλογα με τις περιστάσεις. «Να προσαρμόζεις το ύφος, τη φυσιογνωμία, τα λόγια σου στη σκέψη και τα αισθήματα των γύρω σου».
Οι δημόσιες εμφανίσεις του πρέπει να είναι επιβλητικές και πομπώδεις, να έχουν λαμπρότητα, μεγαλοπρέπεια και λαϊκό χρώμα. Κι ας μη λησμονεί ότι βρισκόμαστε στη Ρώμη. Πόλη γεμάτες παγίδες, όπου βασιλεύει η απάτη και η κάθε λογής αχρειότητα, όπου πρέπει να αντιμετωπίσεις την αυθάδεια, την προσβλητική αλαζονεία, την κακοήθεια, την καταφρόνηση, τον απεχθή χαρακτήρα και την ενοχλητική συμπεριφορά τόσων ανθρώπων.
Αυτά γίνονταν στην πρωτεύουσα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας το 64 π.Χ. Δύο χιλιετίες αργότερα η ίδια εκβορβόρωση της πολιτικής. Η ίδια υποκρισία, ανηθικότητα και ατιμία στις προεκλογικές εκστρατείες. Ο οδηγός του Κουΐντου Κικέρωνος για την προεκλογική συμπεριφορά του διάσημου αδερφού του αποτελεί το διαχρονικό ευαγγέλιο των πολιτικών. Ελάχιστοι φυσικά γνωρίζουν την ύπαρξή του. Αλλά δεν χρειάζονται το ρωμαϊκό επαίσχυντο εγκόλπιο. Η πολιτική είναι σύμφυτη με τη διαφθορά και οι υποψήφιοι μνηστήρες της εξουσίας συμπεριφέρονται συνήθως ως απατεώνες.
Επί 130 χρόνια, από το 1844 ως το 1974, η εκλογική αναμέτρηση ήταν ένα εφιαλτικό, αποκρουστικό και τις περισσότερες φορές αιματηρό παιγνίδι για την εξουσία. Οι πρώτες βουλευτικές εκλογές, συνέπεια του κινήματος της 3ης Σεπτεμβρίου και του πρώτου μεταπελευθερωτικού Συντάγματος, εγκαινίασαν τη βία και τη νοθεία. Παρωδία και φενάκη η λεγόμενη «λαϊκή βούληση». Και οι περισσότεροι υποψήφιοι – τουλάχιστον της πρώτης 15ετίας – απαίδευτοι αλλά ισχυροί κομματάρχες στην επαρχία.
Η ψηφοφορία του 1844 έγινε το πρότυπο για τις μελλοντικές κομματικές αντιπαραθέσεις. Φόνοι και τραυματισμοί, εμπρησμοί και κατεδαφίσεις σπιτιών, καταστροφή περιουσιών αντιφρονούντων, φατριασμοί, αντεκδικήσεις, αρπαγή και διάρρηξη καλπών και παραγέμισμα με πλαστά ψηφοδέλτια[4]. «Κάνει η κυβέρνηση επέβασες παντού», αφηγείται ο αυτόπτης Μακρυγιάννης, «και χύθηκαν αίματα κι αφανίστη ο κόσμος». Μόνο στη Μεσσηνία σκοτώθηκαν πεντακόσιοι. Και γιατί έγιναν «οι πρώτες εκλογές των βουλευτών της πατρίδος;» Έγιναν, γράφει ο στρατηγός, «δια να στερεωθούν νόμοι πατρικοί και να πάγει ομπρός η δυστυχισμένη και ματοκυλισμένη πατρίδα, να ’ρθούν αντιπρόσωποι του έθνους, της εμπιστοσύνης και της εκλογής του». Αλλά δεν το θέλουν η μοναρχία και οι στυλοβάτες της αρχικομματάρχες, δεν το θέλουν κυρίως οι Δυνάμεις – «ούτε ο Λάγινς, ούτε ο Πισκατόρης, ούτε ο Πρόκες». Αυτοί «θέλουν κοπέλια της συντροφιάς τους δια να προκόψουν την πατρίδα». Δεν ήταν έκφραση του λαϊκού φρονήματος αλλά νέος εμφύλιος πόλεμος. «Και κατακομμάτιασαν τους ανθρώπους και τους διάγειραν και σκοτώνεται αδελφός με τον αδελφόν και κυττάγεται ένας Έλληνας με τον άλλον όπως κύτταγαν τους Τούρκους όταν τους πολεμούσαν»
Και ένας άλλος αυτόπτης, ο Νικ. Δραγούμης: «Εγώ δε ομολογώ ότι οσάκις ανεπόλησα την ηθικήν εκείνην ασέλγειαν των νομοθετών της πατρίδος, ηρυθρίασα και ως οι υιοί του Νώε επεθύμησα να ρίψω πυκνόν πέπλον επί την αισχύνην των πατέρων του έθνους». Τη φρίκη και το όνειδος των πρώτων βουλευτικών εκλογών εξεικονίζει το γράμμα του υπουργού Λόντου προς τους Πατρινούς κομματικούς του φίλους: «Σκοτώστε, χαψώστε (φυλακίστε), ό,τι βία μπορείτε να κάμετε, κάμετε, όμως εμένα να με βγάλετε βουλευτή σας χωρίς άλλο»[5].
Έτσι, με την κομματική κραιπάλη και τις ξένες επεμβάσεις, εγκαταστάθηκε πανηγυρικά η διαφθορά στον δημόσιο βίο. Οι λέξεις και οι έννοιες έχασαν τη σημασία τους, γράφει ο Ν. Δραγούμης, όπως ο Θουκυδίδης που επιχειρεί την ανατομία του εμφύλιου πολέμου. Η βία ονομαζόταν «δικαία άμυνα», η αδικία, η ακολασία και το ψεύδος δικαιοσύνη, μετριοπάθεια και αλήθεια. Την παραβίαση των καλπών αποκαλούσαν «συστολήν των σανίδων», την καταστροφή των σφραγίδων της κάλπης «τυχαίαν σύντριψιν», τους απόβλητους του λαού «εκλεκτούς αυτού».
Η εκλογική βία και καλπονοθεία αποτελεί πια μόνιμη τακτική του κυβερνώντος κόμματος, γίνεται πολιτική παράδοση. Ο Τύπος καταγγέλλει τις επεμβάσεις της εξουσίας κατά τις εκλογές του 1850. «Το σημερινόν υπουργείον ετελειοποίησε την επιστήμην ταύτην. Αποπερατωθείσης της ψηφοθηρίας η ένοπλος δύναμις αποσύρεται εκτός του ναού, η εφορευτική επιτροπή μετά του δημάρχου, της διοικητικής Αρχής και των ραδιούργων του υπουργείου, κλείονται εντός του ναού και εν ανέσει, εν μέση ημέρα, ρίπτουσιν εις την κάλπην τόσα ψηφοδέλτια, όσα απαιτούνται δια να κατορθωθή το οποίον θέλουσιν αποτέλεσμα.
Έτσι άρχισε η εφαρμογή των συνταγματικών κατακτήσεων για ελεύθερη έκφραση του λαϊκού φρονήματος στις κάλπες – με τις εκλογές τρομοκρατίας και αίματος, ατιμίας και απάτης – προδιαγράφοντας το ζοφερό μέλλον των θεσμών». Με οξυδέρκεια επισημαίνει ο                     Ν. Δραγούμης, τριάντα περίπου χρόνια μετά τις πρώτες άνομες και ταπεινωτικές για τον πολίτη, βουλευτικές εκλογές, τις τραγικές συνέπειες για τις κατοπινές γενεές. «Το επί της πρώτης συνταγματικής βουλής και του ομοχρόνου συνταγματικού υπουργείου αναβλύσαν εκείνο δηλητήριον διαδοθέν ανηλεές εις τας φλέβας του τε πολιτικού και κοινωνικού σώματος λυμαίνεται και σήμερον αυτό. ουδέ προβλέπω το τέλος της λύμης».
Όλες οι εκλογές μετά το 1844, γράφει ο Δραγούμης, «διεξήγοντο κατά τρόπον αληθώς βδελυρόν». Ιδού λ.χ. πως έγιναν οι εκλογές του 1850. «Νομάρχαι και έπαρχοι και οικονομικοί έφοροι και ταμίαι και λιμενάρχαι και υγιειονόμοι και τελώναι και χωροφυλακή και οροφυλακή και όλοι εν γένει οι μισθωτοί της εξουσίας φιλοτιμούνται εις τας επαρχίας τις του άλλου να φανή αισχρότερος παραβιαστής του νόμου, τις του άλλου να φανή αναιδέστερος κατά των ελευθεριών του πολίτου κακούργος, διότι, ως φαίνεται, το υπουργείον σταθμίζει την εύνοιάν του προς τους υπαλλήλους κατά τον βαθμόν της αισχρότητας, την οποίαν έκαστος ήθελε μεταχειρισθή υπέρ της επιτυχίας των υπουργικών υποψηφίων κατά τας βουλευτικάς εκλογάς[6]». Έξι χρόνια αργότερα, το 1856 στην Αθήνα, οι αστυνόμοι οδηγούν ομάδες ψηφοφόρων ωσάν κοπάδι στις κάλπες για να ψηφίσουν και 12 φορές – «και οι τοιούτοι επαναφέρονται τρις και τετράκις, πολλάκις δε και δεκάκις και δωδεκάκις[7]».
Οι κάλπες ανακηρύσσουν βουλευτές ακόμα «και πανθομολογουμένους δολοφόνους», γράφει ο Δραγούμης. Τότε πρωτοεμφανίσθηκε η απέχθεια των πολιτών για το διεφθαρμένο σύστημα και η αντίδρασή τους στην εξαχρείωση της πολιτικής εξουσίας με αποχή από τις εκλογές – «πλείστοι των εντίμων πολιτών ενόμιζον άσκοπον να προσέρχωνται εις την κάλπην»[8].
Σταθμός στη θλιβερή και ατελεύτητη ιστορία των καλπονοθειών και της τρομοκρατίας οι εκλογές «στρατιωτικής βίας» του 1874 (30 Οκτωβρίου). Το κόμμα της εξουσίας επέβαλε τους υποψηφίους του με τη λόγχη. Αναρίθμητες καταγγελίες βίας και νοθείας στον Τύπο της 1ης και 2ας Νοεμβρίου. «Οι υποψήφιοι της κυβερνήσεως εγένοντο κύριοι των καλπών τη βοηθεία λογχών του βασιλικού στρατού και ικανοποιήθησαν οι πόθοι της εξουσίας». «Εκατόν ογδοήκοντα αποβιώσαντες, στρατιώται και αποδημούντες φαίνονται ψηφοφορήσαντες[9]. Στη Ζάκυνθο, την ημέρα των εκλογών, «ετιμάτο και προσεκυνείτο μεγάλη τις ματσούκα». «Τα κωδωνοστάσια είχον καταληφθή υπό στρατιωτών οίτινες δια σαλπίγγων και των κωδώνων εφόβιζαν την πόλιν[10].
Ένας αρθρογράφος καυτηριάζει την απάθεια και την «ένοχον αδιαφορίαν» του αθηναϊκού λαού μπροστά από εκλογικό πραξικόπημα και οργίλος τον χαρακτηρίζει «ανάξιον ελευθέρου πολιτικού βίου». Τί έκανε για να υπερασπισθεί τις ελευθερίες του; «Ενήργησε δημοσίας συναθροίσεις; Διεμαρτυρήθη πανδήμως κατά των βεβηλωτών του κυριάρχου αυτού δικαιώματος; Εχασμάτο, εκάγχαζε καταπλησσόμενος υπό της αυθαδείας των ασυνειδήτων καλπονοθευτών». Και διερωτάται: «Είμεθα άραγε έθνος γελοίον παρέχοντες εις τον κόσμον θέαμα οικτροτάτης πολιτικής παρωδίας ή όχλος κατεργαρέων τα πάντα μετερχομένων προς εκφαυλισμόν των ιερών και οσίων;»[11]
Στις 16 Νοεμβρίου 1874 ένας βουλευτής αναφέρεται στην πολιτική διαφθορά και αποκαλύπτει με ποιες μεθόδους κερδίζονται οι εκλογές. «Ο αντίπαλος της Κυβερνήσεως είναι εχθρός μη ελπίζων μηδεμίαν προστασίαν υπό της Αρχής. Υπό τους όρους τούτους γίνονται αι εκλογαί. Η θύρα των διοικητικών Αρχών είναι κεκλεισμένη εις τον αντιπολιτευόμενον. Ουδεμία υπόθεσίς του λαμβάνεται υπ’ όψιν, τα κρατικά όργανα τον καταπολεμούσι. Οι εισαγγελείς έχουν τας φυλακάς μόνον δια τους αντιπολιτευομένους. Οι οικονομικοί έφοροι, οι οικονομικοί υπάλληλοι, οι εισπράκτορες, απευθύνουν τας καταδιώξεις και φυλακίσεις κατά των αντιπολιτευομένων… Και τί να αντιτάξη κανείς εις τας βροχηδόν επερχομένας μεταθέσεις των υπαλλήλων, εις τους καθ’ υπέρβασιν διορισμούς προς εξαγοράν ψήφων, εις τους εφημέρους μάλιστα διορισμούς[12] καθ’ ούς η κυβέρνησις διαδραματίζει ρόλον μικροαπατεώνος. Και αν ταύτα δεν αρκέσουν, η στρατιωτική βία έρχεται να συμπληρώση το έργον[13]».
Ο εκλογικός αγώνας δεν αποτελούσε αναμέτρηση ιδεών ή αντιπαράθεση προγραμμάτων, πολιτικών, οικονομικών, κοινωνικών. Ήταν μια πανελλήνια αγορά μικροσυναλλαγών και μικροσυμφερόντων. Ο ανυπεράσπιστος πολίτης, γνωρίζοντας την ανυπαρξία ισονομίας και δικαιοσύνης[14], δεν περίμενε κρατική προστασία και εξυπηρέτηση από τη Διοίκηση και απελπισμένος αναζητούσε στηρίγματα στις «κομματικές συμμορίες». Ο υποψήφιος βουλευτής και ο αντιπρόσωπός του ήταν η ελπίδα του σε ώρα ανάγκης, κινδύνου, αρρώστιας, κατατρεγμού, αδικίας και κυρίως στις επαφές του με την τυραννική, αρπακτική και πάντοτε εχθρική γραφειοκρατία.
Οι εκλογικές ασχημίες και βαρβαρότητες θα συνεχισθούν και στον εικοστό αιώνα. Καλπονοθευτικοί εκτραχηλισμοί, βία και νοθεία με πρωταγωνιστές όχι μόνο το κόμμα της εξουσίας αλλά και τους παρακρατικούς μηχανισμούς και τους ξενοκίνητους υπονομευτές των δημοκρατικών ελευθεριών. Το κυβερνών κόμμα προσαρμόζει πάντοτε διαμέσου της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας τον εκλογικό νόμο στα μέτρα του, ανάλογα δηλαδή με την επιρροή του στις διάφορες περιοχές, τα πολιτικά δεδομένα της στιγμής και τις προσδοκίες του. Ο Βενιζέλος λ.χ. κατήργησε το 1928 πραξικοπηματικά την αναλογική και επανέφερε το πλειοψηφικό με το γνωστό φαύλο επιχείρημα των αυταρχικών και αρχομανών κομματαρχών ότι η αναλογική οδηγεί τη χώρα σε ακυβερνησία, πολιτική αστάθεια και αναρχία. Αλλά τέσσερα χρόνια αργότερα (Μάρτιος 1932) ενστερνίζεται ξανά την ιδεολογία της αναλογικής και προχωρεί στην επανακαθιέρωσή της! Από κομματική φυσικά ιδιοτέλεια. Είχε τρομοκρατηθεί από το αποτέλεσμα των δημοτικών εκλογών στον Πειραιά και φοβόταν συντριπτική ήττα στις προσεχείς βουλευτικές αν διεξάγονταν με πλειοψηφικό!
Εύγλωττη απεικόνιση του αμοραλισμού των επαγγελματιών πολιτικών η κυνική ανομολογία του Ελ. Βενιζέλου στα χρόνια του μεσοπολέμου: «Αυτά τα ελέγαμε χθες, ήσαν δια να έλθωμεν στην εξουσίαν. Αυτά τα οποία λέγομεν σήμερον είναι δια να μείνωμεν εις την εξουσίαν[15]».
Μεταξύ 1946 και 1964 έγιναν 15 εκλογικές αναμετρήσεις – μερικές φορές με άγριες επεμβάσεις της εξουσίας και κραυγαλέες νοθείες[16]. Στη δεκαετία μετά τη Μεταπολίτευση 1974 οι εκλογομάγειροι των κομμάτων κατόρθωσαν να επιβάλλουν πέντε εκλογικούς νόμους με τον ψευδέστατο ισχυρισμό ότι ανακάλυψαν «εντιμότερο», «δικαιότερο» και «αποτελεσματικότερο» σύστημα και με το δόλιο επιχείρημα ότι εξασφαλίζεται ο σχηματισμός «ισχυρών κυβερνήσεων». Είναι η διαβόητη μονοκομματική «αυτοδυναμία» που ονειρεύονται οι διάφοροι αρχηγοί και οι αυλικοί τους για να νέμονται ανεξέλεγκτοι την εξουσία και κυρίως να λεηλατούν ασύδοτοι και μονοπωλιακά τον δημόσιο πλούτο.
Τα κόμματα , οι αρχηγοί, οι επαγγελματίες πολιτικοί που διεκδικούν την εξουσία δεν προσφέρουν ιδέες και προγράμματα, προσφέρονται οι ίδιοι ως εμπορεύματα. Και πρέπει να κατακτήσουν την εκλογική αγορά ως καταναλωτικά αγαθά. Η επιτυχία δεν θα κριθεί από τα προγράμματα και την ιδεολογία. Στα κόμματα εξουσίας τα προγράμματα είναι σχεδόν τα ίδια, με φραστικές παραλλαγές, ψιμύθια και επιχρίσματα.
Σημασία επομένως στην προεκλογική εκστρατεία δεν έχει η, ανύπαρκτη άλλωστε, «μάχη των ιδεών» αλλά ο ρόλος των προσώπων στη θεατρική παράσταση που στην εποχή μας σκηνοθετούν όχι οι επιτελείς του κόμματος αλλά μεγάλες διαφημιστικές επιχειρήσεις. Όπως είναι γνωστό, από τη δεκαετία του ’80 τα κόμματα εξουσίας αλλά και πλούσιοι υποψήφιοι αναθέτουν την προβολή τους σε ειδικούς του πολιτικού «μάρκετινγκ», συνήθως ξένους, με αμοιβές που υπολογίζονται σε δισεκατομμύρια[17].
Είναι το αποκορύφωμα της πολιτικής απάτης και χυδαιότητας. Πρώτα-πρώτα γιατί αυτά τα δισεκατομμύρια αφαιρούνται από τα θυλάκια του φορολογούμενου που χρηματοδοτεί τα κόμματα χωρίς τη θέλησή του, ή είναι προϊόντα αρπαγής του δημοσίου πλούτου – ατασθαλίες και σκάνδαλα – και «επιχορηγήσεις» από ομάδες συμφερόντων και άτομα, προϊόν δηλαδή μυστικής συναλλαγής που πάλι θα επιβαρύνει τον πολίτη όταν θα έλθει η στιγμή της αποπληρωμής των «δωρεών» με προνόμια και χαριστικές παροχές.
Οι υποψήφιοι δεν απευθύνονται στον σκεπτόμενο πολίτη αλλά στον καταναλωτή ενός προϊόντος. Και του προσφέρουν με τους μηχανισμούς προπαγάνδας την «εικόνα» τους, άλλοτε ως «αφίσα», μέτρια ή γιγάντια και άλλοτε με δόλια πονηρεύματα, αγοραία «τερτίπια» και ταχυδακτυλουργίες. Η πολιτική υποτάσσεται στους νόμους της σκηνοθεσίας, δηλαδή του ψεύδους. Ο υποψήφιος, επιδειξιμανής «σταρ», προσωποποίηση της εξουσίας, εμφανίζεται με την μάσκα που θα προσελκύσει την προσοχή. Ο ένας φοράει το προσωπείο του «ήρωα», ο άλλος του «προστάτη» ή του απλού ανθρώπου και καλού οικογενειάρχη για να θυμίζει στον ψηφοφόρο τον ίδιο τον εαυτό του[18]. Οι γυναίκες υποψήφιες πρέπει να φαίνονται «δυναμικές»
Η «εικόνα» τους πρέπει να εκτεθεί ως εμπόρευμα, να φτάσει ως το τελευταίο νοικοκυριό, να ξαφνιάσει, να αποτυπωθεί. Αυτό προϋποθέτει προσαρμογή στις ανάγκες της αγοράς και τα ενδιαφέροντα των οπτικοακουστικών ΜΜΕ. Χρειάζεται ανάλυση της αγοράς, μελέτη των συνηθειών και των συγκινήσεων του καταναλωτικού κοινού. Από τα πορίσματα αυτών των ερευνών θα καθορισθεί η εμφάνιση, το ύφος, η ομιλία του υποψηφίου[19]. Ο πολίτης είναι απλός θεατής του σκηνοθετημένου τελετουργικού και της μυθολογίας. Βλέπει εικόνες, ενθουσιάζεται, χειροκροτεί, πάντοτε δέκτης, πάντοτε παθητικός, πάντοτε καταναλωτής, υπό κηδεμονίαν. Ένας γνωστός ποδοσφαιριστής ή μπασκετμπολίστας, ένας ή μία ηθοποιός που εμφανίζεται σε «σήριαλ», ένας «δημοφιλής» τραγουδιστής «σκυλάδικου» κρίνεται άξιος λαϊκός αντιπρόσωπος στο κοινοβούλιο ή στο δημοτικό συμβούλιο, ακόμα και αν είναι απελέκητος, διεφθαρμένος ή ευήθης[20].
Στις κομματικές συγκεντρώσεις των μνηστήρων της εξουσίας επικρατεί ο μανιχαϊσμός. Το καλό από τη μια μεριά, το κακό από την άλλη. Η φιλολαϊκή και εθνικώς συμφέρουσα πολιτική απέναντι στην αντιλαϊκή και αντεθνική του αντιπάλου. Είναι η πολιτική πρακτική στον καθημερινό λόγο, στην προπαγάνδα, στις ανακοινώσεις, στα ΜΜΕ.
Οι προεκλογικές εμφανίσεις των αρχηγών από εξώστες και εξέδρες είναι πάντοτε – από το 1844 – κηρύγματα μίσους και διχασμού. Αλληλοπροπηλακίζονται αποκαλώντας ο ένας τον άλλο ανήθικο πολιτικό και συχνά κοινό λωποδύτη. Και το πλήθος που επικροτεί με διάτορες κραυγές, όταν ακούει την ονομασία του αντίπαλου κόμματος ή το όνομα του αρχηγού του, ξεσπά με άγρια παραφορά σε βρυχηθμούς αποδοκιμασίας και χλεύης. Αλλά, όταν συναντώνται οι αρχηγοί επιδαψιλεύουν αβρότητες και φιλοφροσύνες, αλληλοπροσαγορεύονται με τα μικρά ονόματα, δείχνουν αλληλοεκτίμηση, φιλία και κατανόηση! Δεν είναι ούτε περίεργο ούτε εξωφρενικό. Παίζουν το αναίσχυντο παιγνίδι της εξουσίας. Μπροστά στην «ανθρωποθάλασσα» παριστάνουν τον αδυσώπητο εχθρό και ανελέητο κατήγορο και εξαπολύουν μύδρους κατά των αντιπάλων. Είναι η καθιερωμένη πολιτική ηθική: υποκρισία και θεατρινισμός για την καταδημαγώγηση των μαζών. Την ίδια στιγμή, ανυποψίαστοι ή ολιγόφρενοι οπαδοί, ανταλλάσσουν έξαλλοι ύβρεις, ονειδισμούς και γρονθοκοπήματα.
Στην προεκλογική αναμέτρηση δεν υπάρχει αντιπαράθεση προγραμμάτων και ιδεών αλλά βίαιη κατεδαφιστική πολεμική και ανταλλαγή δυσφημιστικών κατηγοριών. Απορρίπτονται και αμαυρώνονται ακόμα και τα θετικά έργα των εργατικών και εντίμων πολιτικών ανταγωνιστών. Δεν ασκείται κριτική, δεν προβάλλονται επιχειρήματα. Κατηγορούνται οι μεν για κακοδιαχείριση που καταβαραθρώνει τα λαϊκά συμφέροντα, οι άλλοι απαντούν ότι όλα βαίνουν καλώς προς την ανάπτυξη και την ευημερία.
Επειδή τα κίνητρα των κομμάτων εξουσίας είναι ιδιοτελή και επειδή επιστρατεύονται δόλια, ακόμα και ατιμωτικά μέσα για τον επηρεασμό της Κοινής Γνώμης, δεν υπάρχουν περιθώρια για αντικειμενική ενημέρωση σχετικά με τα πεπραγμένα και τα προγράμματα των μονομάχων. Ο Τύπος, σύμμαχος της μιας ή της άλλης πλευράς συντείνει, με την συνηγορία ή την πολεμική του, στη σύγχυση. Ακούγονται έτσι οι ισχυρότερες φωνές και τα γοητευτικά συνθήματα που χαλκεύονται στα εργαστήρια της προπαγάνδας. Δεν υπάρχουν ουδέτεροι, ανεξάρτητοι, ακομμάτιστοι οργανισμοί επιστημονικής μελέτης, έρευνας και ανάλυσης των πολιτικών, οικονομικών, κοινωνικών και πολιτιστικών δεδομένων και εξελίξεων, έγκυρες και αναγνωρισμένες πηγές πληροφοριών για αδιάβλητη ενημέρωση των πολιτών.
Οι υποψήφιοι δαπανούν μεγάλα ποσά – μερικές φορές τεράστια – στις προπαγανδιστικές εξορμήσεις τους. Εκλογικός μηχανισμός με επιτελείς, δημοσκόπους, διαφημιστικούς κονδυλοφόρους, ειδικούς των δημοσίων σχέσεων, εκλογικά κέντρα, συγκρότηση «κλάκας» που θα αποτελεί τον σκληρό πυρήνα των χειροκροτητών στις συγκεντρώσεις, εποχούμενη συνοδεία κατά τις μετακινήσεις, δημοσιεύσεις στον Τύπο, φωτογραφίες, αφίσες, έντυπο υλικό, συνεστιάσεις σε κέντρα, κεράσματα, δώρα…[21]
Οι «κορυφαίοι» υποψήφιοι – νυν λ.χ. και τέως υπουργοί – καταφεύγουν συχνά σε επιδείξεις και αυτοδιαφημιστικά τεχνάσματα που προσβάλλουν τον άνθρωπο και διασύρουν τις κοινωνικές αξίες. Ενθυμούνται ξαφνικά τους πάσχοντες, τα ιδρύματα, τα άσυλα, τις εστίες των αποκλήρων. Εξορμούν με την αποκρουστική ακολουθία τους σε ορφανοτροφεία ή κέντρα προβληματικών παιδιών και γηροκομεία, φωτογραφίζονται αναιδώς με τους τροφίμους και υπόσχονται συμπαράσταση αλιεύοντας ψήφους από τους αναγνώστες των εφημερίδων και συμπάθεια από τους τηλεθεατές. Μολύνουν έτσι τους τόπους δυστυχίας – τους σκέπτονται μόνο την παραμονή των εκλογών.
Όπως συμβαίνει με τα πολυδιαφημιζόμενα εμπορεύματα μεγάλης λαϊκής κυκλοφορίας – απορρυπαντικά, ποτά, ενδύματα, καλλυντικά – οι πλούσιοι ή με πολυτάλαντους χορηγούς και προστάτες[22] υποψήφιοι εξασφαλίζουν συνήθως τις προτιμήσεις του κοινού. Η επιτυχία εξαρτάται από την έκταση και την ένταση της προβολής – εμφάνιση στα ραδιοτηλεοπτικά δίκτυα, δημοσιεύματα στον Τύπο, «συνεντεύξεις» και εκτύπωση πολυτελών φυλλαδίων με αμετροέπειες συχνά και αηδείς αυτοεγκωμιασμούς. Δεν πρόκειται για πολιτική αλλά για διαφημιστική αναμέτρηση. Η «άμιλλα» μεταξύ των υποψηφίων του ίδιου κόμματος δεν γίνεται στον χώρο των ιδεών αλλά με τον συναγωνισμό σπατάλης.
Η ψηφοφόροι έχουν την ψευδαίσθηση ότι εκφράζουν την ελεύθερη βούλησή τους για την διακυβέρνηση του τόπου, ότι εκλέγουν τους άριστους, τους άξιους και αδιάφθορους. Δεν υποψιάζονται ότι η επιλογή γίνεται ουσιαστικά από άλλους, από τους κομματικούς μηχανισμούς, από τα οργανωμένα οικονομικά συμφέροντα και τα ΜΜΕ και ότι οι πολίτες απλώς προσεπικυρώνουν και νομιμοποιούν τις σκοτεινές και συχνά επονείδιστες συναλλαγές μετά την κατάκτηση της εξουσίας. Θλιβερά θύματα της κομματικής αισχροκέρδειας δεν αντιλαμβάνονται ότι η προεκλογική αντιπαράθεση δεν εκφράζει ιδεολογικές θέσεις ούτε αφορά το συμφέρον της κοινωνίας αλλά ότι πρόκειται για μια άγρια σύγκρουση μερικών εκατοντάδων επαγγελματιών πολιτικών που ανήκουν στη «λέσχη της εξουσίας». Απέναντι στους ψηφοφόρους εμφανίζονται αδιάλλακτοι και αλληλομισούμενοι. Στην πραγματικότητα εναλλάσσονται συναδελφικά στην Αρχή και νέμονται τα αγαθά της.
Η καθολική ψηφοφορία έδωσε στους λαούς την ψευδαίσθηση της ισότητας. Το τελετουργικό των εκλογών, οι μηχανισμοί και τα σύμβολά τους, ο ανταγωνισμός των υποψηφίων, η «ελευθερία του λόγου», δημιουργούν στους πολίτες την εντύπωση ότι εκείνοι αποφασίζουν, ότι εκείνοι επιλέγουν τους «ηγέτες» τους. Δεν αντιλαμβάνονται ότι οι εκλογές αποτελούν μια μέθοδο – από τις πολλές – για την εισδοχή στην τάξη των προνομιούχων μιας νέας εσοδείας εκλεκτών της εξουσίας, των βουλευτών, που βαφτίζονται αντιπρόσωποι του έθνους και της κουστωδίας τους. Η εξουσία μισεί την οργάνωση της λαϊκής βάσης και τη γνήσια εκπροσώπησή της. Ας θυμηθούμε πως αντιμετώπιζε στις βιομηχανικές χώρες κατά την περίοδο του κοινοβουλευτισμού κάθε απόπειρα των εργατών να οργανωθούν σε σωματεία και να εκλέξουν δημοκρατικά τους αντιπροσώπους τους για να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους. Τους κατηγορούσε για συνωμοσία και ανταρσία και κινητοποιούσε την αστυνομία, παρακρατικούς ροπαλοφόρους, πράκτορες και καταδότες. Η εξουσία παραδέχεται μια μόνο αντιπροσώπευση, την εκλογή βουλευτών που είναι συνήθως οι ευνοούμενοι του συστήματος.
Υποτίθεται πως οι πολίτες εκλέγουν και τους τίμιους υποψηφίους και τους «προοδευτικούς» και «σοσιαλιστές», και τους «συντρόφους» που θα υπερασπισθούν τα λαϊκά συμφέροντα. Στην πραγματικότητα, η συντριπτική πλειοψηφία των βουλευτών – των κομμάτων εξουσίας – εντάσσονται στους μηχανισμούς του συστήματος. Θλιβερή και χαρακτηριστική διαπίστωση η ψήφιση από τους βουλευτές του Πα.Σο.Κ, όλων των αντιλαϊκών και ανάλγητων μέτρων και η υπαγωγή μας στα καταστροφικά μνημόνια. Βαθύ χάσμα συμφερόντων ανάμεσα στους αντιπροσώπους και τους αντιπροσωπευομένους. Οι εκλογές, επομένως, η Βουλή και η κυβέρνηση της πλειοψηφίας θεωρητική μονάχα σχέση έχουν με την δημοκρατία. Στην πραγματικότητα υπερασπίζονται τα συμφέροντα της ολιγαρχίας και διαιωνίζουν τις κοινωνικές ανισότητες.
Η νομιμότητα της εξουσίας βασίζεται στην ελεύθερη συγκατάθεση της πλειοψηφίας των πολιτών διαμέσου των εκλογών που διεξάγονται με μυστική ψηφοφορία. Σε καμιά ωστόσο από τις δυτικές «δημοκρατίες» η συναίνεση δεν καλύπτει την πλειοψηφία των πολιτών. Τα εκλογικά συστήματα, η αποχή και πολλά άλλα περιορίζουν την πλειοψηφία στο ένα τρίτο μερικές φορές του εκλογικού σώματος. Παντού η συμμετοχή των ψηφοφόρων συρρικνώνεται ενώ πληθαίνουν τα ακροδεξιά και ναζιστικά αντιδημοκρατικά κόμματα. Η ελευθερία, η ισότητα, η δικαιοσύνη υποτάσσονται στο χρήμα, στη μυστική συναλλαγή και στη διαφήμιση που εμπορευτοποιούν τους «προεκλογικούς αγώνες» και μεταβάλλουν τον ψηφοφόρο σε καταναλωτή «πολιτικού» προϊόντος. Ούτε οι εκλογείς έχουν τη δυνατότητα να ελέγξουν τους υποψηφίους ούτε οι οπαδοί των κομμάτων τους αρχηγούς τους. Οι λόγοι από τους εξώστες, οι συζητήσεις, οι διαξιφισμοί είναι το σκηνικό και τα προσχήματα για τη νομιμοποίηση, χωρίς κανένα αντίκρισμα, του εκλογικού αποτελέσματος που δήθεν εκφράζει τη λαϊκή κυριαρχία.
Κατά την προεκλογική αναμέτρηση ωραιοποιούνται τα ψεύδη, η υποκρισία, η ασυνέπεια. Θριαμβεύουν ο τσαρλατανισμός και η αναίδεια. Δίνονται μαγικές λύσεις για όλα τα προβλήματα. Προσφέρονται τα πάντα εν αφθονία – ευμάρεια, ευρωστία της οικονομίας, εξαφάνιση της ανεργίας, υψηλή στάθμη παιδείας και υγείας, εξόντωση του γραφειοκρατικού τέρατος, κοινωνική δικαιοσύνη, εθνική προκοπή. Στις προεκλογικές συγκεντρώσεις οι αρχικομματάρχες συναγωνίζονται σε υποσχέσεις εξωπραγματικές και γελοίες πλειοδοσίες. Ο ένας προσφέρει αφορολόγητα αυτοκίνητα, ο άλλος κατάργηση των εισαγωγικών εξετάσεων, τη μια φορά αύξηση των συντάξεων την άλλη γενική μείωση της φορολογίας. Την ιδιοτέλεια και υποκρισία των υποψηφίων επισημαίνει ο Πλάτων στον «Γοργία». «Τι θαρείς», ρωτάει ο Σωκράτης τον Καλλικλή, «οι ρήτορες που απευθύνονται στον λαό στοχάζονται να καταστήσουν τους πολίτες καλύτερους – «όπως οι πολίται ως βέλτιστοι έσονται» – ή μήπως έχουν στο νου τους μόνο να ευχαριστήσουν το κοινό αδιαφορώντας – με ιδιοτελείς σκοπούς – για το δημόσιο συμφέρον; Μήπως μιλάνε στους πολίτες όπως μιλάνε σε μικρά παιδιά, προσπαθώντας μόνο να τους ευχαριστήσουν, αδιαφορώντας αν θα γίνουν καλύτεροι ή χειρότεροι, αν θα ωφεληθούν ή αν θα ζημιωθούν;».
Κατά τους «προεκλογικούς αγώνες» τα κόμματα εξουσίας εμπορευματοποιούν την πολιτική και εκχυδαΐζουν τις ιδέες. Μεταβάλλονται σε επιχειρήσεις που διαφημίζουν άθλια προϊόντα με δόλιες μεθόδους. Στις δυτικές «δημοκρατίες» τα κόμματα εξουσίας αναπροσαρμόζουν κατά τις εκλογικές αναμετρήσεις την τακτική των ολοκληρωτικών καθεστώτων για την αγελοποίηση των μαζών. Ο ιταλικός φασισμός προσπαθούσε να συνεγείρει τα πλήθη με τις γελοίες «φιέστες» και τους φανφαρονισμούς του «ντούτσε» από τους εξώστες, ο ναζισμός με τις παρανοϊκές τελετουργίες, τις παρελάσεις των υπνωτισμένων μαζών και τις υλακές του «φύρερ» από τις εξέδρες, ο Μαοϊσμός με το πυκνό δάσος των λαβάρων και τα ομαδικά γυμνάσματα μυριάδων πολιτών που εικονογραφούσαν με τα σώματά τους σύμβολα και συνθήματα. Ιδεολογικά τους εμβλήματα το γιγαντιαίο και το τερατώδες που καλλιεργούν την υποδούλωση των λαών.
Στις προεκλογικές συγκεντρώσεις των ελληνικών κομμάτων είναι καταφανής η πολτοποίηση των οπαδών. Οι «λαοφιλείς αρχηγοί», οι «χαρισματικοί ηγέτες» απευθύνονται στη «λαοθάλασσα» δοξολογώντας το «μέγα πλήθος και το μέγα πάθος» και εκτοξεύοντας πομφολυγώδεις μεγαλοστομίες[23]. Και οι ψηφοφόροι που παρασύρονται από τη θορυβώδη κομματική «κλάκα» και τη συνθηματολογία των μεγαφώνων, τα βεγγαλικά, τη φωτοχυσία και τα πυροτεχνήματα, χάνουν ολότελα την ανθρώπινη υπόστασή τους και αποθεώνουν τον «σωτήρα». Θέαμα αποκρουστικό, φαινόμενο εκφυλιστικό, απογοητευτικό και κυρίως επικίνδυνο για τις δημοκρατικές ελευθερίες και την αξιοπρέπεια του πολίτη.
Και το επίπεδο των υποψηφίων, το πνευματικό και ηθικό; Από τις πρώτες βουλευτικές εκλογές – το 1844 – η συγκρότηση και η χρηστότητα αποτελούσαν δευτερεύοντα στοιχεία. Σημασία είχε η επιρροή τους στο πλαίσιο των πελατειακών σχέσεων της εξουσίας με τον ψηφοφόρο. Αναρίθμητα τα αναλφάβητα και εντελώς άφωνα μέλη του κοινοβουλίου. Αλλά δεν έλειψαν και κακοποιά στοιχεία, τα κοινωνικά αποβράσματα, οι καταχραστές και οι λωποδύτες[24].
Η αντιδημοκρατική οργάνωση των κομμάτων οδηγεί στη Βουλή όχι πολίτες πρόθυμους να αφοσιωθούν, ανυστερόβουλοι και με θυσίες, στην υπεράσπιση του κοινωνικού συνόλου – και είναι πολλοί – αλλά αρχομανείς και τυχοδιώκτες. Τα κομματικά διευθυντήρια επιλέγουν συνήθως τους επιτήδειους, τους «δικτυωμένους», τους «καπάτσους», τους «ατσίδες», τους «τετραπέρατους» και τα «ξεφτέρια». Αρκετοί λαμβάνουν το χρίσμα αποκλειστικά από τον αρχηγό. Προσόντα τους η συγγένεια, οι προσωπικές σχέσεις και κυρίως η δουλική αφοσίωση και η ικανότητα του υποκλινέστατου θυμιαστή και αυλοκόλακα.
Τα κομματικά επιτελεία δεν βλέπουν στον πολίτη – ψηφοφόρο το βάρος της γνώμης που θα κλίνει τη ζυγαριά της πολιτικής προς τη μία ή την άλλη πλευρά αλλά μια ψήφο που πρέπει να αποσπασθεί με όλα τα μέσα.
Η προεκλογική διαφθορά έχει πλούσια ιστορία. Όταν καθιερώθηκε στην Αγγλία η καθολική ψηφοφορία, τα δύο αντίπαλα κόμματα έσπευσαν να καταγράψουν σε καταλόγους τα ονόματα των υπό εκμαυλισμό πολιτών. Και την ημέρα των εκλογών οι υποψήφιοι τριγύριζαν τις συνοικίες με τις άμαξές τους και περνούσαν από σπίτι σε σπίτι για ψηφοθηρία. Αυτή ήταν υπερήφανη άσκηση των εκλογικών δικαιωμάτων από τον «κυρίαρχο λαό». Φατρίες που διαγκωνίζονταν να εξαγοράσουν την ψήφο του και να απολαύσουν την εξουσία.
Κατά την προεκλογική περίοδο αποκορυφώνεται η εξαχρείωση της εξουσίας. Τότε ακριβώς γίνονται ορατές οι ασχημίες, οι φαυλότητες και οι κακουργίες της. Οι νόμοι περιπίπτουν ξαφνικά σε νάρκη, η Διοίκηση ενασχολείται αποκλειστικά με τη ρουσφετολογία, οι Αρχές αφοπλίζονται. Το κόμμα της εξουσίας δεν διακινδυνεύει δυσαρέσκεια του οπαδού, αντίθετα πρέπει να επιδείξει ανοχή σε οποιαδήποτε παράβαση για να προσελκύσει και τους αντιφρονούντες.
Σ’ αυτή τη μεσοβασιλεία της κρατικής παραλυσίας επικρατεί ασυδοσία, δεν λειτουργεί καμιά υπηρεσία, η παρανομία γενικεύεται. Μυριάδες αυθαίρετα κτίσματα ξεφυτρώνουν κατά τις προεκλογικές εβδομάδες. Τα αστικά κέντρα και οι γύρω περιοχές μεταβάλλονται σε απέραντα εργοτάξια.
Στη διατεταγμένη απονέκρωση του κρατικού μηχανισμού – διάλυση υπηρεσιών, απουσία ελέγχου, αδιαφορία – οφείλονται και οι καταστροφικές πυρκαγιές που ξεσπούν κατά την περίοδο των ψηφοθηρικών εξορμήσεων του κυβερνώντος κόμματος.
Κραυγαλέο παράδειγμα πολιτικής διαφθοράς η συντήρηση με κοινή συμφωνία ή ανοχή των κομμάτων του πολυδάπανου και φαύλου συστήματος των ετεροδημοτών ψηφοφόρων. Δύο περίπου εκατομμύρια πολίτες μετακινούνται, σε κάθε αναμέτρηση, στη γενέτειρά τους για να ασκήσουν το εκλογικό τους δικαίωμα αντί να ψηφίζουν στον τόπο της κατοικίας τους, όπως σε όλες τις χώρες του κόσμου. Αυτό σημαίνει τέσσερες τουλάχιστον ημέρες αργίας και παράλυση του κρατικού μηχανισμού και της παραγωγικής διαδικασίας.                        



[1] εκ δε του δημοσίου μηδέν ωφελείσθαι δια το δίκαιον είναι, προς δε τούτοις απέχθεσθαι τοις τε οικείοις και τοις γνωρίμοις, όταν μηδέν εθέλη αυτοίς υπηρετείν παρά το δίκαιον. Τω δε αδίκω πάντα τούτων ταναντία υπάρχει (Πολιτεία, 343e).  
[2] ώστε διατετέλεκεν αθρόους μεν ημάς κολακεύων, ένα δ’ έκαστον προπηλακίζων (Κατά Αλκιβιάδου, 16). 
[3] Comentariolum petitionis. Εγχειρίδιο προεκλογικής εκστρατείας Έκδ. Les Belles Letters, Paris 1969, Αλληλογραφία, τ, Α΄, ΧΙΙ.
[4] Υπήρχε και προϊστορία. Το σχολείο διαφθοράς της εξουσίας κατά την Επανάσταση. Οι τουρκομαθημένοι και ξενοκίνητοι «ηγέτες» έδωσαν τότε τα πρώτα μαθήματα τυχοδιωκτισμού και αγυρτείας. Το πολιτικό τοπίο έγινε εφιαλτικό μετά την «απελευθέρωση». Ύστερα από την δεκαετή απολυταρχία ξέσπασε άγριος ανταγωνισμός για την εξουσία. Οι δύο πρωταγωνιστές των πρώτων εκλογών ήταν άριστα ξεσκολισμένοι. Ο ένας από το Φανάρι, ο άλλος από την Αυλή του Αλή Πασά.
[5] Μακρυγιάννης, ό.π., τ. Β΄, σ. 168. Τί άλλαξε από τότε; Κατά την προεκλογική περίοδο του 1979 εκδότης εφημερίδος της Κοζάνης απευθυνόταν προς ένα από τα κόμματα που διεκδικούσαν την εξουσία με την παραίνεση «να ξανακερδίσουμε τις εκλογές με οιοδήποτε μέσον, ακόμα και με στρατοδικείο και στρατιωτικόν νόμον, έστω και με βίαν και νοθείαν εναντίον της κλεψιάς και της αναρχίας».
[6] Έφ. «Η Ελπίς», 31 Οκτωβρίου 1850. Στις ίδιες εκλογές ο υπουργός Ναυτικών έστειλε 200 ένοπλους αξιωματικούς και ναύτες του ναυστάθμου στην Ύδρα «δια να υποστηρίξουν τους κυβερνητικούς υποψηφίους». Ο μοίραρχος της Χωροφυλακής έλαβε διαταγή να ασκήσει βία. Και η εκλογή «εγένετο υπό το κράτος της μαχαίρας αναδείξασα βουλευτάς τους υπουργικούς υποψηφίους» (ό.π., 16 Οκτωβρίου 1850).
[7] Έφ. «Αθηνά», 25 Δεκεμβρίου 1856.
[8] Ό.π., σ. 180. Ευρύ λαϊκό ρεύμα αποχής εκδηλώθηκε το 1852. Ο πολίτης σκεπτόταν: «Διατί να ψηφοφορήσω αφού είμαι βέβαιος ότι και αν δυνηθώ να υπερνικήσω όλας τας παρανόμους επεμβάσεις η ψήφος μου θέλει αλλοιωθεί εις τας κάλπας;» (εφ. «Πανελλήνιον», 10 Νοεμβρίου 1852). Μεγάλη αποχή σημειώθηκε στις δημοτικές εκλογές του 1850. Γράφει μια εφημερίδα: «Οι πολίται, αηδιάσαντες δια την αναιδή επέμβασιν της Εξουσίας δεν προσήλθον να ψηφοφορήσωσι». Και ο δήμαρχος, «νομίσας ότι πρόκειται περί πληρωμής φόρων και όχι περί ψηφοφορίας εις την οποίαν ουδείς δύναται να βιασθή δια να λάβη μέρος, δεν ησχύνθη να εκδώση προκήρυξιν ότι αν δεν έλθωσιν οι πολίται να ψηφοφορήσωσι θέλει τους προσαγάγει δια της βίας». Και η συνέχεια: Εξαιτίας της αποχής «εγένετο φροντίς να παραγεμισθώσιν αι κάλπαι με 1.500 πλαστά ψηφοδέλτια». («Η Ελπίς», 3 Οκτωβρίου 1850). Εκστρατεία αποχής από τις βουλευτικές εκλογές και το 1856 ύστερα από το όργιο βίας και καλπονοθειών και τα άπειρα εγκλήματα της εξουσίας που έμεναν πάντοτε ατιμώρητα. Γιατί, έλεγε ο πολίτης να μετέχει σ’ αυτή την κωμωδία; «Μόνον και μόνον δια να γίνεται παίγνιον; Προς τι δια της παρουσίας του να καλύπτη δήθεν την ασυστόλως ενεργουμένην παρανομίαν; Προς τι να χορηγήση το μικρότατον επικάλυμμα παρανομίας; Ας παραμερισθή εις τον ιδιωτικόν του βίον… Και αν διαβή από μέρος όπου γίνεται η λεγομένη ψηφοφορία, ας αποτρέψη αλλαχού το πρόσωπόν του, δια να μη μολυνθή ουδ’ η όρασις αυτού» («Αθηνά», 23 Οκτωβρίου 1856).  
[9] Είχαν προηγηθεί οι σκανδαλώδεις εκλογές του 1861. Ψήφισαν και οι πεθαμένοι. Ο Τύπος αποκαλούσε τους εκλογικούς καταλόγους «νεκρικούς καταλόγους» («Η Ελπίς», 5 Ιουλίου 1861). Εκατό χρόνια αργότερα, το 1961, θα ψηφίσουν, όπως κατήγγειλε ο Τύπος, και δέντρα…
[10] Συνοψίζει η εφ. «Καιροί». «Αι πλείσται καλπονοθεύσεις και παρανομίαι εν πάσαις ταις επαρχίαις οφείλονται εις τους άνδρας του στρατού».
[11] Κυρ. Σιμόπουλος, Σαν Σήμερα, 2 Νοεμβρίου 1975, σ. 1-2. Τριάντα όμως χρόνια πριν ο λαός δεν «έχασμάτο». Στις εκλογές του 1844 – τις πρώτες της ελληνικής κοινοβουλευτικής ιστορίας – οι πολίτες αντιστάθηκαν στη βία της εξουσίας. Ο Μακρυγιάννης, ύστερα από έκκληση των Αθηναίων, ανέλαβε την τήρηση της τάξεως στο εκλογικό τμήμα της Αγίας Ειρήνης – η ψηφοφορία γινόταν στους ναούς. «Ο λαός συνασμένος, γιομάτα τα σοκάκια». Μίλησε ο στρατηγός στο πλήθος για το εκλογικό τους δικαίωμα. «Να δίνετε τους ψήφους σας ελεύτερους, όθεν θελήσει ο καθένας». Άρχισε η ψηφοφορία, γράφει ο Μακρυγιάννης, «με την μεγαλύτερη ’λικρίνειαν και φόβον του Θεού, καθώς πηγαίνουν οι άνθρωποι να μεταλάβουν». Γίνεται όμως τρομοκρατική επίθεση στρατού και αστυνομίας – «κάνουν επέμβασι. κι ανακατώσαν τους ανθρώπους». Αλλά οι πολίτες αντέδρασαν δυναμικά. «Ρίχτηκαν απάνω τους και τους καταδιάλυσαν και γύρευαν να κομματιάσουν και τον μοίραρχον. Τότε αυτός ο αφιλότιμος άνθρωπος βγαίνει από την πίσω πόρτα της εκκλησίας και πάγει εις την στρατώνα και παίρνει δύναμιν κι έρχεται άξαφνα και φωνάζει «πυρ». Και ρίχνουν μέσα εις τους ανθρώπους και σκότωσαν δύο τρεις. Τότε ορμούν ο λαός κι ανακατώθηκαν με τους χωροφύλακες… τότε είδες μιαν ορμήν του λαού αναντίον της εξουσίας! Έβγαλαν ξύλα, πέτρες από τ’ αργαστήρια και τους πήραν ομπρός» (ό.π., τ. Β΄, σ. 176). Μέσα σε 30 χρόνια η «ορμή του λαού» εξατμίσθηκε. Η διαφθορά, η καταπίεση, η εξαθλίωση αποδυνάμωσαν το γενναίο φρόνημα και το αντιστασιακό ήθος των πολιτών.   
[12] Είναι οι «έκτακτοι» και «ωρομίσθιοι» της εποχής μας.
[13] Κυρ. Σιμόπουλος, ό.π., 16 Νοεμβρίου 1975, σ. 5.
[14] «Οι λεγόμενοι μεγάλοι», σχολιάζει μια εφημερίδα (Ιανουάριος 1874), «είναι οι πρώτοι παραβάται των νόμων. Είναι οι μόνοι οίτινες απαξιούσι τον ζυγόν του νόμου, απαιτούσι δε την πλήρη και πέραν  του γράμματος του νόμου εφαρμογήν του μόνον δια τας κατωτέρας τάξεις, τας εργατικάς και βιομηχανικάς, εξ ών απορρέει η ζωτικότης του κράτους». (Κυρ. Σιμόπουλος, ό.π., 25 Ιανουαρίου 1975, σ. 5).
[15] Περ. «Διαβάζω» (Αφιέρωμα: Ελληνική Κοινωνία και Κράτος, Κ. Τσουκαλάς – Α. Ρήγος, τεύχος 233, σ. 73).
[16] Καταγγελία του Σοφ. Βενιζέλου για τις εκλογές του 1961. «Εις τας εκλογάς δεν επαλαίσαμεν εναντίον της ΕΡΕ αλλ’ είχομεν αντιμετώπους το Γενικόν Επιτελείον Στρατού, την ΚΥΠ, την χωροφυλακήν, τα ΤΕΑ και άλλους σκοτεινούς παράγοντας» («Ελευθερία», 26 Νοεμβρίου 1961). Η αντιπολίτευση αξίωσε να παραπεμφθούν σε Ειδικό Δικαστήριο ο αρχηγός του Επιτελείου Στρατού και τρεις υπουργοί ως «υπεύθυνοι του εκλογικού πραξικοπήματος».
[17] Μισθώνουν επίσης έμπειρους ψυχολόγους της «πολιτικής αγοράς» που εφαρμόζουν μεθόδους εξαπάτησης του κοινού. Η ψήφος είναι εμπόρευμα και πρέπει  να προσελκύσει καταναλωτές με τη διαφήμιση, τον θόρυβο, τον εντυπωσιασμό και το φανταχτερό περιτύλιγμα. Ξένοι, ακριβοπληρωμένοι προεκλογικοί διαφημιστές αναλύουν τα αίτια της επιτυχίας ή αποτυχίας τους για το άλφα κόμμα και τον βήτα υποψήφιο στην Ελλάδα. Γράφουν για τα «ευρήματα», τα «συνθήματα», τις πονηρές επινοήσεις, τα παγιδευτικά θεάματα, τα συγκινησιακά «τρικ», το «αγωνιώδες», το «δραματικό» που κρίνει την έκβαση της λεγομένης «λαϊκής ετυμηγορίας» (Βλ. και Jacques Sequela, Vot au dessus dun nid cocos, Paris 1990). Ένα κόμμα είχε προσφέρει σε Γάλλο εκλογικό διαφημιστή αμοιβή δύο εκατομμυρίων δολαρίων!
[18] Τα ίδια συμβαίνουν σε όλες τις δυτικές «δημοκρατίες».
[19] Φωτογραφίες πρώτα-πρώτα των κορυφαίων της εξουσίας, σύμφωνα με την ιεράρχηση που καθορίζει το κομματικό διευθυντήριο. Φωτογραφίες επεξεργασμένες πάντοτε σε ειδικά εργαστήρια από καλλιτέχνες του εξωραϊσμού, που προσθέτουν με τον χρωστήρα τόνους επιβλητικότητας, γοητείας, δυναμισμού και προσήνειας, για να διατηρείται ζωντανή στη μνήμη η μορφή του «χαρισματικού» ηγέτη, φιλική, προστατευτική και οικεία. 
[20] Οι προεκλογικοί μηχανισμοί είναι η σημαντικότερη «πολιτική εφεύρεση» των Αμερικανών του ΙΘ΄ αιώνα. Ο υποψήφιος πρέπει να πείσει το εκλογικό σώμα ότι εκφράζει τις απόψεις του. Το έργο αναλαμβάνει ο κομματικός μηχανισμός – προσφέρει στον υποψήφιο ψηφοφόρους σε «πακέτο». Οι μηχανισμοί παραγωγής ψηφοφόρων βασίζονται στις συγκινησιακές φορτίσεις. Στην πρόκληση αισθημάτων συμπάθειας για τον «δικό μας» και απέχθειας για τον αντίπαλο. Και θριαμβεύουν όταν το πλήθος χειροκροτεί μια προεκλογική ομιλία χωρίς ν’ ακούει τίποτα εξαιτίας του ορυμαγδού! Οι κομματικοί μηχανισμοί καλλιεργούν τον φανατισμό, τη μονομέρεια, την τυφλή αφοσίωση. Ο οπαδός πρέπει να αποβάλλει ακόμα και την περιέργεια για τις απόψεις και τα επιχειρήματα του αντιπάλου. Έχει χρέος να μισεί και να περιφρονεί τον πολίτη του άλλου κόμματος. Αποτελεί έλλειψη νομιμοφροσύνης και σταθερότητας, πραγματική προδοσία, η ανάγνωση εφημερίδας άλλης παράταξης, η παρουσία σε συγκεντρώσεις των κομματικών εχθρών, η είσοδος στα καφενεία τους – εκτός αν έχει εντολή χαφιεδισμού ή προπαγάνδας. Οι πιο εξαπατημένοι ψηφοφόροι είναι ίσως οι Αμερικανοί. Οι επαγγελματίες πολιτικοί, γνωρίζοντας την προσήλωση του κοινού στις παραδοσιακές αξίες – οικογένεια, αξιοπρεπής συμπεριφορά κ.λ.π. – προσπαθούν με τους μηχανισμούς τους και τις σκηνοθετημένες προεκλογικές παραστάσεις να υποβάλλουν στους εκλογείς την υποδειγματική εικόνα των προσδοκιών τους. Τρυφεροί σύζυγοι, στοργικοί γονείς αφοσιωμένοι στην οικογένεια. Και όταν αποκαλυφθεί η αλήθεια και η απάτη ξεσπούν σκάνδαλα. Μεταξύ 1982 και 1992 πάνω από 200 βουλευτές και γερουσιαστές αναγκάστηκαν να παραιτηθούν όταν ο Τύπος – δηλαδή οι ανταγωνιστές τους – έφεραν στο φως τα ερωτικά τους ολισθήματα. Αυτά τα «σκάνδαλα» είναι η ασπίδα και το «άλλοθι» της εξουσίας που αποκρύπτει επιμελώς τα πραγματικά σκάνδαλα και τα εγκλήματά της εις βάρος της κοινωνίας: την πολιτική διαφθορά, τις καταχρήσεις, τον παράνομο πλουτισμό κ.ά. Το 67% των Αμερικανών πιστεύουν σήμερα ότι οι πολιτικοί τους είναι «οικονομικώς ευάλωτοι και διεφθαρμένοι» (New York Times, 25 Νοεμβρίου 1991).  
[21] Οι περισσότεροι επιχειρούν εμφανίσεις σε δημόσιους χώρους, εμπορικές αγορές λ.χ., προκαλώντας συνήθως ειρωνικά μειδιάματα και απέχθεια με τις γελοίες ερωτήσεις και τα θεατρικά τους καμώματα. Άλλοι οργανώνουν επιδρομές σε κωμοπόλεις και χωριά με θορυβώδη συνοδεία δεκάδων οχημάτων. Στην πλατεία αναμένει συχνά ορχήστρα που παιανίζει πανηγυριώτικα ανάμεσα στην «κλάκα» του υποψηφίου, θυμίζοντας περιοδεία σαλτιμπάγκων ή θαυματοποιών. Δικηγόροι υποψήφιοι σπεύδουν στα δικαστήρια και προσφέρουν δωρεάν νομικές συμβουλές, γιατροί υποψήφιοι δωρεάν οδηγίες. Στις εκλογές του 1977 ένας υποψήφιος μοίρασε πολύπτυχο έντυπο με το πρόγραμμα του ποδοσφαιρικού πρωταθλήματος. Ένας άλλος τύπωσε χιλιάδες φωτογραφίες του και τις μοίρασε με προσωπική αφιέρωση σε ψηφοφόρους! Μερικοί υποψήφιοι για να προσελκύσουν την προσοχή και τη συμπάθεια των φιλάθλων, εμφανίζονται κάθε Κυριακή στις κερκίδες των γηπέδων.
[22] Όπως είναι γνωστό ομάδες οικονομικών συμφερόντων, άτομα με οικονομική ισχύ και άλλα κυκλώματα προωθούν στο Κοινοβούλιο, δαπανώντας αφειδώς χρήμα, υποψηφίους που θα αναλάβουν την υποστήριξή τους – απόκρουση δυσμενών μέτρων, ευεργετικές ρυθμίσεις, διαμεσολαβήσεις για εκμετάλλευση κερδοσκοπικών ευκαιριών κ.ά. Στις Ηνωμένες Πολιτείες οι εκλογές βουλευτών και γερουσιαστών κατευθύνονται από τα συμφέροντα των οικονομικών μεγαθηρίων του αμερικανικού συστήματος. Οι εκπρόσωποι των εταιριών στα παρασκήνια του Κογκρέσου – οι lobbysts – ξοδεύουν ιλιγγιώδη ποσά για την εξαγορά «αντιπροσώπων του λαού» και την επιψήφιση νομοσχεδίων που τροφοδοτούν και πολλαπλασιάζουν τα κέρδη τους. Και τα ποσά αυτά αναγνωρίζονται ως νόμιμες δαπάνες. Για τους φτωχούς, τους άρρωστους, τους ηλικιωμένους, τους εξαθλιωμένους δεν υπάρχουν lobbysts, γράφει ο μελετητής της διαφθοράς στις Ηνωμένες Πολιτείες R. Rayne. O Nelson Rockfeller παραδέχτηκε ότι ξόδεψε 27 εκατομμύρια δολάρια για να εκλεγεί κυβερνήτης Ν. Υόρκης. Αυτά τα χρήματα δεν δαπανήθηκαν φυσικά για φιλανθρωπικούς σκοπούς – gift to charity – αλλά για εξαγορά ψηφοφόρων. Το κόστος των εκλογών στην Αμερική – και τις άλλες δυτικές «δημοκρατίες» – είναι τόσο υψηλό που μόνο πλούσιοι μπορούν να διεκδικήσουν έδρα βουλευτή, γερουσιαστή ή κυβερνήτη. Οι ψηφοφόροι έχουν να διαλέξουν ανάμεσα σε δύο εκατομμυριούχους αντιπάλους. Στην πραγματικότητα θα προτιμούσαν να μη προσέλθουν στις κάλπες (ό.π., σ. 47). Στη Ν. Υόρκη για δύο υποψηφίους βουλευτές συγκεντρώθηκαν 3,4 εκ. δολλάρια ενώ για 331 υποψηφίους που εμφανίζονταν για πρώτη φορά 3,3 εκ. δολλάρια (International Herald Tribune, 8 Νοεμβρίου 1990). 
[23] Έγραφε ο Χίτλερ, έμπειρος στη χειραγώγηση του πλήθους: «Αν θέλετε τη συμπάθεια των μαζών πρέπει να τους λέτε τα πιο ανόητα πράγματα, ακόμα και τα πιο χονδροειδή» (Mein Kampf).
[24] Η προεκλογική διαφθορά είναι πιο διαδεδομένη στις Ηνωμένες Πολιτείες. Σήμερα, στις μεγάλες αμερικανικές πόλεις, γράφει  ο James Q. Wilson, είναι πιθανό να εκλεγεί δήμαρχος ένας πασίγνωστος απατεώνας. Μερικές δεκαετίες πριν ήταν αδιανόητο να αναδειχθεί κάποιος δήμαρχος χωρίς εξαγορά ψήφων (goodle). Στις πολιτείες, γράφει ο Wilson, δεν εκλέγονται κυβερνήτες γνωστοί κλέφτες αλλά ελάχιστοι πολίτες έχουν την ψευδαίσθηση για εντιμότητα στα νομοθετικά σώματα και τις κυβερνήσεις (Corruption: The same of the States [The Public Interest, 2 [1966], σ. 28-38).