Δευτέρα 29 Φεβρουαρίου 2016

ΑΝΔΡΕΑΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΤΖΗΜΑΣ – ΣΑΜΑΡΙΝΙΩΤΗΣ / ΕΝΑΣ ΠΑΤΡΙΩΤΗΣ, ΕΝΑΣ ΙΔΕΟΛΟΓΟΣ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΗΣ, ΕΝΑΣ ΑΓΙΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ

Ο Ανδρέας Δημητρίου Τζήμας ήταν ένας πατριώτης, ένας άνθρωπος αγνός, ενάρετος, ευπρεπής, γεμάτος καλοσύνη, ένας άνθρωπος Άγιος. Υπήρξε πρότυπο ιδεολόγου κομμουνιστή, σταθερά προσηλωμένος, χωρίς ιδιοτέλεια ή υστεροβουλία στο Κ.Κ.Ε. Γόνος αριστοκρατικής οικογένειας, από πατέρα και μάνα, με αριστοκρατική ανατροφή, ήταν ένας πραγματικός ευπατρίδης που συνδύαζε την αριστοκρατική καταγωγή με την ευγένεια του χαρακτήρα, την σπάνια πνευματική καλλιέργεια και τον πλούσιο ψυχικό κόσμο. Ήταν το άτομο που με την προσωπικότητά του προσήλκυε και γοήτευε τους συνομιλητάς του.
Γεννήθηκε στην Καστοριά και όχι στη Σαμαρίνα, – όπως εσφαλμένα γράφεται –  το 1908[1]. Στο Κ.Κ.Ε. μυήθηκε στη δεκαετία του 1920, ως μαθητής Γυμνασίου. Υπήρξεν υπόδειγμα κομμουνιστή και πρότυπο προς μίμηση, ένα πρόσωπο που χαρακτηρίζεται από υψηλότατο βαθμό τελειότητος. Έκανε πράξη τη χριστιανική ρήση του Ευαγγελίου «όποιος έχει δύο χιτώνες να δίνει τον ένα». Η αφοσίωση στο κόμμα στον ύψιστο βαθμό. Εγκατέλειψε τη Δικηγορία και αφοσιώθηκε στο Κ.Κ.Ε. με τρόπο αποκλειστικό και απόλυτο, και αφιέρωσε τις δυνάμεις, τις σκέψεις, τη δραστηριότητά του στα ιδανικά της κομμουνιστικής ιδεολογίας, μιας ιδεολογίας στυγνής δικτατορίας και που ένα από τα χιλιάδες θύματά της ήταν και ο ίδιος. Ένας επώνυμος Έλλην, ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, εξέφρασε την εξής γνώμη για τον Τζήμα και τον Πορφυρογένη (άλλη μιά μεγάλη προσωπικότητα του Κ.Κ.Ε.). «Εάν είχαν ενταχθεί στα αστικά κόμματα, θα είχαν σίγουρα διατελέσει Πρωθυπουργοί της Ελλάδος».
Ο πατέρας του, Δημήτριος Τζήμας, γεννημένος το 1866 στη Σαμαρίνα, ήταν γόνος μιάς μεγάλης οικογένειας – φαμίλιας (ΤΖΗΜΑΙΟΙ), με διακλαδώσεις στη Θεσσαλία και Μακεδονία, είχαν από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας εξαιρετικές επιδόσεις στις επιστήμες και το εμπόριο. Αφού τελείωσε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και ορκίστηκε Δικηγόρος, εγκαθίσταται για λόγους Εθνικούς στη Τουρκοκρατούμενη Καστοριά και ασκεί το λειτούργημα του Δικηγόρου προ του 1900. Υπέροχος πατριώτης, παρέχει ηθική και υλική βοήθεια στους Μακεδονομάχους στον αγώνα κατά των κομιτατζήδων τα έτη 1901-1909. Στη Καστοριά γνωρίζεται με την αρχοντοπούλα Ουρανία Αλβανού δασκάλα, την οποίαν παντρεύεται και αποκτά τέσσερα αγόρια, τον Ανδρέα, έτος γεννήσεως 1908, τον Παναγιώτη επίσης Δικηγόρο, έτος γεννήσεως 1912, τον Γεώργιο γεωπόνο, έτος γεννήσεως 1914 και τον Σωτήρη μηχανικό, έτος γεννήσεως 1916. Κανείς τους δεν άσκησε βιοποριστικό επάγγελμα, αλλά αφοσιώθηκαν ψυχή και σώμα με υπερβάλλοντα ζήλο στο Κ.Κ.Ε. Στην Κατοχή έλαβαν μέρος στην ΕΑΜική Αντίσταση σε επίκαιρες θέσεις, και μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας και την έναρξη του Εμφυλίου, εντάχθηκαν στο Δημοκρατικό Στρατό. Ο Γιώργος Τζήμας σκοτώθηκε στις μάχες του Γράμμου. Μετά την ήττα, ακολούθησε η προσφυγιά στις Ανατολικές χώρες, με το γνωστό δράμα των πολιτικών προσφύγων. Δεν νομίζω να υπάρχει προηγούμενο στην Ελλάδα τέτοιας οικογενειακής ποιοτικής προσφοράς σε αφοσίωση, αγώνες και θυσίες για μιά ιδεολογία που στην πράξη και εφαρμογή διέψευσε τις ελπίδες και τις προσδοκίες για κάτι καλό και θετικό, για το Κ.Κ.Ε. ένα κόμμα με ηγεσίες ανίκανες και ακατάλληλες να διαδραματίσουν τον προορισμό που υπηρετούσαν, με αίσθημα ηθικής ευθύνης και οραμάτων, μιας ηγεσίας που ήταν υπό την εξάρτηση της Κομμουνιστικής Διεθνούς και του Κ.Κ. της Σοβιετικής Ένωσης, μιας ηγεσίας κατώτερης των περιστάσεων και των προσδοκιών της ΕΛΙΤ των Ελλήνων Κομμουνιστών, για τον Διεθνισμό και την εξάλλειψη της αδικίας και των ανισοτήτων, για ειρήνη και οικονομική πρόοδο.
Στη δεκαετία του ’20, στη συντηρητική και δεξιά Καστοριά με πιονέρο τον Ανδρέα Τζήμα γίνεται η μύηση στο Κ.Κ.Ε. δεκάδων επιστημόνων, γόνων πλουσίων αστικών οικογενειών, όπως των: Κων/νου Αλβανού γιατρού από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας, θείου του, Ανδρέα Αλβανού, Δικηγόρου, πρωτεξαδέλφου, Πάτροκλου Τζώτζα, Φαρμακοποιού, πρωτεξαδέλφου, Αναστασίου Τζώτζα, Γεωπόνου, πρωτεξαδέλφου, Δημητρίου Τσιάκαλη, Οικονομολόγου, πρωτεξαδέλφου – γραμματέα του Κ.Κ.Ε. επί κατοχής –, Γιώργου Τυπάδη, Δικηγόρου, συγγενούς Ιωάννη Τυπάδη, συγγενούς, Μενελάου Τυπάδη, μονίμου Ανθυπολοχαγού φονευθέντος το 1948 στο Γράμμο, επίσης συγγενούς, Θεόκλητου Παπακωνσταντίνου, Δημοσιογράφου μετέπειτα Υπουργού Παιδείας επί Χούντας, Παναγιώτη Γυόκα μετέπειτα Βουλευτού του Λαϊκού Κόμματος και του Συναγερμού, των Θεόδωρου και Κωνσταντίνου Ευθυμιάδη, μελών του πολιτικού Γραφείου του Κ.Κ.Ε., του Ζήση Ζωγράφου Δικηγόρου, μετέπειτα μέλους του Πολιτικού Γραφείου και μετά τη διάσπαση Γ.Γ. του Κ.Κ.Εσωτερικού, του Τηλέμαχου Βερβέρη-Μάχου μέλους της Κεντρικής Επιτροπής του Κ.Κ.Ε. στην περίοδο της Κατοχής, του Πασχάλη Μητρόπουλου, Δικηγόρου, Υπουργού στην Κυβέρνηση Μ. Βαφειάδη και μετέπειτα αυτονομιστή, και δεκάδων άλλων επιστημόνων και επιφανών Καστοριανών, της αφρόκρεμας, της ελίτ, της ακαδημαϊκής και αστικής κοινωνίας.
Έτσι, παρουσιάζεται το ασυνήθιστο και εξαιρετικό κοινωνικό και πολιτικό φαινόμενο, η Καστοριά με πληθυσμό επί του συνόλου των κατοίκων της Ελλάδος, προ του 1940 0,6% να αριθμεί σε μέλη – όχι οπαδούς και φίλους – το 7% και μάλιστα το εκλεκτότερο τμήμα της Καστοριανής Κοινωνίας. Το εκπληκτικό αυτό πολιτικό-κοινωνικό φαινόμενο, μοναδικό, δεν παρατηρήθηκε σε κανένα κέντρο κομμουνιστικής δραστηριότητος, σε κανένα από τα παραδοσιακά κάστρα του κομμουνισμού, όπως για παράδειγμα η Β΄ περιφέρεια Αθηνών, η Β΄ περιφέρεια Πειραιά – Νίκαια – Δραπετσώνα κλπ, η Β΄ Θεσσαλονίκης, η Λέσβος, η Καβάλα, ο Βόλος και αλλού, όπου η ακτινοβολία και η επιρροή του Κ.Κ.Ε. υπερέβαινε κάθε προσδοκία. Σε αυτό, συνετέλεσε σε μεγάλο βαθμό ο Ανδρέας Τζήμας και οι συγγενείς του.
Ο πατέρας μου Αθανάσιος Κρίκης, Δικηγόρος Λάρισας, το 1913 δέχεται πρόσκληση από τον πατέρα του Ανδρέα Τζήμα για μεταγραφή στον Δικηγορικό Σύλλογο Καστοριάς με σκοπό τη συνεργασία στη Δικηγορία, πρόταση την οποίαν απεδέχθη και έκτοτε η συνεργασία αυτή συνεχίστηκε αδιατάρακτα και χωρίς τριβές μέχρι το 1936, χρονιά θανάτου του Δημητρίου Τζήμα. Κατανοητό λοιπόν είναι ότι οι σχέσεις μεταξύ των οικογενειών Τζήμα – Κρίκη, ήταν στενές και κάτι περισσότερο από φιλικές.
Τον Ανδρέα Τζήμα, αυτόν τον καταπληκτικό άνθρωπο που προξενούσε μεγάλη εντύπωση και θαυμασμό, είχα την τιμή και την ευχαρίστηση να τον γνωρίσω το 1945 όταν εδικάζετο στο Πλημμελειοδικείο Καστοριάς για κατοχικά αδικήματα. Το τριήμερο της σύντομης παραμονής του στη γενέτειρά του Καστοριά, φιλοξενήθηκε στο σπίτι μου, οπότε είχα πολύ χρόνο να θαυμάσω το μεγαλείο του ανδρός, το θάρρος του και τις αρετές του. Την υπεράσπιση του Τζήμα, το Κ.Κ.Ε. είχε αναθέσει στον Δικηγόρο Θεσ/νίκης Σύλλα Παπαδημητρίου και στον Νίκο Κρίκη, Γραμματέα του Αγροτικού κόμματος Καστοριάς. Αξίζει να αναφέρω, ότι προσήλθε αυθόρμητα και εθελοντικά και τον υπερασπίστηκε και ο Ευρυσθέας Μαγιάκος, Δικηγόρος Θεσ/νίκης, Υπουργός του δικτάτορα Μεταξά, με τον οποίο συνεδέετο φιλικά λόγω πατρός Τζήμα.
Για τον Ανδρέα Τζήμα ο γνωστός και πολύ καλός στον τομέα του ιστορικός Χάγκεν Φλάϊσερ, στο μνημειώδες έργο του «ΣΤΕΜΜΑ ΚΑΙ ΣΒΑΣΤΙΚΑ» γράφει:
«Από τώρα οφείλω να μνημονεύσω δύο κορυφαίες πνευματικές και πολιτικές προσωπικότητες και να τους ευχαριστήσω. Τον αείμνηστο Παναγιώτη Κανελλόπουλο και τον αείμνηστο Ανδρέα Τζήμα, άλλον εξέχοντα πρωταγωνιστή της κατοχικής περιόδου. Ο Ανδρέας ήταν προσηνής, διεισδυτικός και με αποκρυσταλλωμένες στο πέρασμα του χρόνου απόψεις.
Κατά συνέπεια δεν είναι τυχαίο ότι είχα παρακαλέσει αυτούς τους δύο πολιτικούς άνδρες, που με τίμησαν με τη φιλία τους να…
Οι μετέπειτα λοιπόν σχέσεις μου είναι απόρροια της αρχικής μου εκτίμησης και αξιολόγησης των δύο αυτών προσωπικοτήτων και όχι το αντίστροφο. (τόμος 1, σελίδα 12)» [2].
Ο ιστορικός Χάγκεν Φλάϊσερ, τοποθετεί δίπλα στον Παναγιώτη Κανελλόπουλο, αυτόν τον φιλόσοφο, αυτόν τον τιτάνα του πνεύματος και της πολιτικής, τον Καστοριανό Ανδρέα Τζήμα.
Σχετικά με την Εθνικοπατριωτική δραστηριότητα του Ανδρέα Τζήμα κατά την κατοχή 1941-1944 και αμέσως μετά την απελευθέρωση και πριν την έναρξη του Εμφυλίου, παραθέτω από το βιβλίο του Ευάγγελου Μαχαίρα αυτούσιο ένα κείμενο που περιέχεται στη 514 σελίδα του αξιόλογου ιστορικού βιβλίου του «ΠΕΝΗΝΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ»:
«Όπως τονίζει όμως, ο Σόλων Γρηγοριάδης, ο κυριότερος λόγος της άρνησης του Σιάντου να υπογράψει τη συμφωνία για το Βαλκανικό Στρατηγείο ήταν άλλος: «Ο φόβος ότι η Γιουγκοσλαβία είχε βλέψεις πάνω στην ελληνική Μακεδονία. Το σημαντικότερο ίσως ζήτημα που χώριζε τις απόψεις του Κ.Κ.Ε. από εκείνες του Κ.Κ. Γιουγκοσλαβίας, ήταν το Μακεδονικό…».
Οι Γιουγκοσλάβοι προγραμμάτιζαν τότε «ελεύθερη και ανεξάρτητη Μακεδονία» από εδαφικά τμήματα της Γιουγκοσλαβίας, Βουλγαρίας και Ελλάδας.
Και ο Θανάσης Χατζής, σφοδρός επικριτής της συμφωνίας με το Βρετανικό Στρατηγείο, εντούτοις, παραδέχεται ότι: «… Τα παρτιζάνικα τμήματα του λαϊκού στρατού της Γιουγκοσλαβίας ανέπτυσσαν προπαγανδιστική δράση ανάμεσα στο σλαβόφωνο πληθυσμό της ελληνικής Μακεδονίας, αντίθετη από τη γραμμή του Κ.Κ.Ε. και του Ε.Α.Μ. Το μακεδονικό γραφείο μάταια ζητούσε (από τους Γιουγκοσλάβους) κατανόηση και σεβασμό των αρχών που είχαν συμφωνηθεί στη συνάντηση Σιάντου-Τέμπο, τον Ιούλη του 1943. Η τακτοποίηση του σοβαρού αυτού θέματος, ανατέθηκε πάλι στον «Γέρο». Ο Σιάντος αποφάσισε να στείλει τον Τζήμα στην Καρατζόβα. Ο Τζήμας συνάντησε τον Τέμπο… Διαπίστωσε ότι είχε παρανοηθεί από τους Γιουγκοσλάβους ο χαρακτήρας του αντιφασιστικού πολέμου… Η θέση τους να ενωθούν οι Μακεδόνες της Ελλάδας, Γιουγκοσλαβίας και Βουλγαρίας σε ενιαίο κράτος, μέσα στο πλαίσιο της Ομόσπονδης Γιουγκοσλαβικής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας, ήταν ένας ανόητος, επιζήμιος παροξυσμός «μεγαλοσέρβικου» σωβινισμού και άνοιγε αγεφύρωτο χάσμα ανάμεσα στους βαλκανικούς λαούς και τα Κ.Κ. της περιοχής. Ο Τζήμας αντέδρασε επίμονα και απαίτησε κατηγορηματικά, να σεβαστούν οι Γιουγκοσλάβοι τη γραμμή ΕΑΜ-ΕΛΑΣ ή να φύγουν αμέσως από τις ελληνικές περιοχές…».
Το πόσο σωστή ήταν η γραμμή του Σιάντου και των άλλων που παρέμεναν άκαμπτοι στα εθνικά ζητήματα, φαίνεται και απ’ αυτά που γράφει ο ίδιος ο Τίτο στα απομνημονεύματά του: «Όταν έφτασε ο Έλληνας αντιπρόσωπος (εννοεί τον Α. Τζήμα), έφτασε και η δική μας μακεδονική αντιπροσωπεία μαζί με τον Τέμπο:
»Στην διάρκεια της συζήτησης έγινε φανερό ότι υπάρχουν πολύ ανώμαλες σχέσεις ανάμεσα στους μακεδόνες και τους Έλληνες συντρόφους. Υπήρχαν αμοιβαίες κατηγορίες. Οι Μακεδόνες κατηγορούν τους Έλληνες ότι απαγόρευσαν οποιαδήποτε συγκρότηση μακεδονικών παρτιζάνικων συγκροτημάτων στην ελληνική Μακεδονία. Ισχυρίζονται ότι απαγόρευσαν ακόμα και τη μακεδονική γλώσσα. Δεν αναγνωρίζουν ότι υπάρχει ζήτημα εθνικής μειονότητας για τους Μακεδόνες της Ελλάδας…».
Όταν ρωτήθηκε ο Σιάντος, από το δημοσιογράφο Απ. Στρογγύλη, τί θα γίνει με την ίδρυση του κοινού Βαλκανικού Στρατηγείου, εκείνος απάντησε σκεφτικός:
«Θα το δούμε αυτό το θέμα. Δεν είναι τόσο εύκολο. Κι έχει και εθνικές πλευρές. Σοβαρές εθνικές πλευρές…» (βλ. σχετικά και στο βιβλίο του Dominique Eudes: «Οι Καπετάνιοι», σελ. 97-101)».
                                                      ¨       

ΕΠΙΣΗΜΑΙΝΩ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΝΔΡΕΑ ΤΖΗΜΑ

Τονίζω ιδιαίτερα και υπογραμμίζω:
Α΄. «Όπως τονίζει όμως, ο Σόλων Γρηγοριάδης, ο κυριότερος λόγος της άρνησης του Σιάντου να υπογράψει τη συμφωνία για το Βαλκανικό Στρατηγείο ήταν άλλος: «Ο φόβος ότι η Γιουγκοσλαβία είχε βλέψεις πάνω στην ελληνική Μακεδονία. Το σημαντικότερο ίσως ζήτημα που χώριζε τις απόψεις του Κ.Κ.Ε. από εκείνες του Κ.Κ. Γιουγκοσλαβίας ήταν το Μακεδονικό…».
Χαρακτηριστικό δείγμα μιάς Εθνικοπατριωτικής ευαισθησίας που υπερβαίνει κατά πολύ το μέτρο, είναι του Σιάντου για τις βλέψεις που είχε ο Τίτο για τη Μακεδονία μας.
¨       
«Ο Τζήμας αντέδρασε επίμονα και απαίτησε κατηγορηματικά, να σεβαστούν οι Γιουγκοσλάβοι τη γραμμή ΕΑΜ-ΕΛΑΣ ή να φύγουν αμέσως από τις ελληνικές περιοχές…».

 

Β΄. Ο Ανδρέας Τζήμας αυτός ο αγνός, ιδεολόγος, άδολος και συνάμα αγωνιστής πατριώτης, κατέβαλε μεγάλες προσπάθειες, αγωνιζόταν για τη Μακεδονία  και απαιτούσε από τους Γιουγκοσλάβους να φύγουν αμέσως από τις ελληνικές περιοχές.

¨       
«Το πόσο σωστή ήταν η γραμμή του Σιάντου και των άλλων που παρέμεναν άκαμπτοι στα εθνικά μας θέματα, φαίνεται και απ’ αυτά που γράφει ο ίδιος ο Τίτο στα απομνημονεύματά του: «Όταν έφτασε ο Έλληνας αντιπρόσωπος (Τζήμας), έφτασε και η δική μας μακεδονική αντιπροσωπεία μαζί με τον Τέμπο:
»Στην διάρκεια της συζήτησης έγινε φανερό ότι υπάρχουν πολύ ανώμαλες σχέσεις ανάμεσα στους μακεδόνες και τους Έλληνες συντρόφους. Υπήρχαν αμοιβαίες κατηγορίες. Οι Μακεδόνες κατηγορούν τους Έλληνες ότι απαγόρευσαν οποιαδήποτε συγκρότηση μακεδονικών παρτιζάνικων συγκροτημάτων στην ελληνική Μακεδονία. Ισχυρίζονται ότι απαγόρευσαν ακόμα και τη μακεδονική γλώσσα. Δεν αναγνωρίζουν ότι υπάρχει ζήτημα εθνικής μειονότητας για τους Μακεδόνες της Ελλάδας…».

¨                  
Γ΄. Σωστή, καταλυτική, άκαμπτη, άκρως Εθνική και Πατριωτική η γραμμή του Σιάντου (ΚΚΕ), τότε στα εθνικά ζητήματα και στο Μακεδονικό, γεγονός που και ο Τίτο το δέχεται ως αληθινό.

¨                   
Αυτός ο υπέροχος πατριώτης, ο Ευπατρίδης, ο Αριστοκράτης, ο διανοούμενος με τη βαθιά φιλοσοφική και πολιτική σκέψη, αυτός ο ιδεολόγος που χωρίς καμιά ιδιοτέλεια και υστεροβουλία, υπηρέτησε μια ιδεολογία και το Κ.Κ.Ε. συνειδητά, σταθερά και με τρόπο αποκλειστικό και απόλυτο, με τυφλή πίστη στο δόγμα, χωρίς ιδεολογικές ταλαντεύσεις, θυσιάζοντας τα πάντα, μετά την άφιξη του Ζαχαριάδη από το Νταχάου (1945), παραμερίζεται, διασύρεται η τιμή και υπόληψή του, δεν αναγνωρίζεται η προσφορά του στο κόμμα, διαγράφεται ακόμα και από μέλος του Κ.Κ.Ε., διασύρεται, δυσφημείται, και κλείνεται σε νευρολογική κλινική στην Ουγγαρία και συνεπεία της ψυχολογικής βίας που ασκείται σε βάρος του από την ηγετική ομάδα του Κ.Κ.Ε. πεθαίνει στη Βουδαπέστη το 1975 σε ηλικία 67 ετών.
Αυτή ήταν η μοίρα όχι μόνον του Ανδρέα Τζήμα, αλλά και εκατοντάδων άλλων ιδεολόγων πνευματικών ανθρώπων, μελών και στελεχών του Κ.Κ.Ε. πνευματικών ανθρώπων που ασπάστηκαν την κομμουνιστική ιδεολογία. Ο Νίκος Ζαχαριάδης, Γενικός Γραμματέας του Κ.Κ.Ε. χωρίς τα αναγκαία πνευματικά και άλλα εφόδια, κατείχετο από ένα σύμπλεγμα κατωτερότητας για τους διανοούμενους.



[1] Έχω στην κατοχή μου και στην αποκλειστική χρήση μου, όλες τις ληξιαρχικές πράξεις της οικογένειας Τζήμα.
[2] (Βλέπε και Dominique Eudes: «Οι Καπεταναίοι και ο Ελληνικός Εμφύλιος Πόλεμος». Εκφράσεις θαυμασμού και επαίνων για τον Ανδρέα Τζήμα). 

ΣΕΛΙΔΕΣ ΤΗΣ ΝΕΩΤΕΡΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ - ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΑΦΟΡΑ ΤΟΥ ΠΑΥΛΟΥ ΤΣΑΜΗ, ΜΟΝΙΜΟΥ ΥΠΟΛΟΧΑΓΟΥ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ, ΔΙΟΙΚΗΤΟΥ ΤΟΥ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΟΣ «ΒΙΤΣΙ» 28ου ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΕΛΑΣ

Η αναφορά του Υπολοχαγού Π. ΤΣΑΜΗ περιλαμβάνεται στο κείμενο του Ευάγγελου Κουφού – σελίδες 57-65 – υπό τον τίτλο:

« Η ΒΑΛΚΑΝΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ
ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ
ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ». (ΑΘΗΝΑ 1989).

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΔΙΑ ΤΗΝ ΔΡΑΣΙΝ ΤΩΝ

ΣΛΑΒΟΜΑΚΕΔΟΝΙΚΩΝ ΤΑΓΜΑΤΩΝ

ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΟΧΗΝ


Κατά Μάϊον 1944 περί τους 200 σλαβοφώνους αντάρτας υπό τον εκ Γάβρου Ναούμ Πέϊον εστασίασαν κατά του ΕΛΑΣ, με την δικαιολογίαν ότι δεν τους εδίδετο η έγκρισις να οργανώσουν καθαρώς Σλαβομακεδονικά, τμήματα, εντός των κόλπων του ΕΛΑΣ.
Εις την ενέργειαν εκείνην υπεκινήθησαν προφανώς υπό των Γιουγκοσλάβων και συγκεκριμένως υπό του τμήματος συνδέσμου των Γιουγκοσλάβων παρτιζάνων μετά του ΕΛΑΣ. Το τμήμα εκείνο, δυνάμεως 20 περίπου ανδρών και γυναικών, περιόδευε συνεχώς στην περιοχή Κορεστίων και Καστανοχωρίων και εμμέσως προπαγάνδιζε υπέρ του Σλαβομακεδονικού κινήματος. Αρχηγός του τμήματος ήταν ένας Σέρβος, ονόματι Ντεάν. Στο τμήμα περιλαμβάνονταν και αρκετές αντάρτισσες, οι οποίες τραγουδούσαν στα χωριά σλαβικά επαναστατικά τραγούδια. Προς ενθάρρυνσιν των Σλαβομακεδόνων ανταρτών, εις την ανάπτυξιν ιδιαιτέρων τμημάτων, είχε περιοδεύσει στην Πρέσπα και τα Κορέστια δύο φορές ο αντιπρόσωπος του Τίτο εις την περιοχήν της σερβικής Μακεδονίας μετέπειτα στρατηγός Βουκμάνοβιτς, με το ψευδώνυμο Τέμπο.
Εναντίον των στασιαστών του Πέϊου, οι οποίοι είχαν συγκεντρωθεί στο Μαλιμάδι, κινήθηκε τμήμα του ΕΛΑΣ υπό τον Γεώργιον Γιαννούλην, οπότε ούτοι αναγκάσθηκαν να καταφύγουν, μέσω Πρεσπών, εις το Γιουγκοσλαβικόν έδαφος. Δια την τακτοποίησιν της ανωμαλίας εκείνης απεστάλη εις σερβικήν Μακεδονίαν ο πολιτικός υπεύθυνος της ΙΧ Μεραρχίας του ΕΛΑΣ Ρένος, ο οποίος διεπραγματεύθη μετά της ηγεσίας των Γιουγκοσλάβων παρτιζάνων και τελικώς, συνεφωνήθησαν τα εξής:
1ον. Να επιτραπεί η επάνοδος εις την Ελλάδα των στασιαστών, άνευ ουδεμιάς κυρώσεως εναντίον των.
2ον. Όσοι εξ αυτών θα επιθυμούσαν να συνεχίσουν αγωνιζόμενοι ως αντάρται να ενταχθούν εις διάφορα τμήματα του ΕΛΑΣ.
3ον. Οι υπόλοιποι να θεωρηθούν απολυθέντες εκ των τάξεων του ΕΛΑΣ και να επανέλθουν εις τας εστίας των.

Από του Ιουνίου 1944 άρχισε η επιστροφή των στασιαστών, έχοντες όμως προφανώς σχετικάς οδηγίας από τους Γιουγκοσλάβους, ούτε εις άλλα τμήματα του ΕΛΑΣ ενετάχθησαν, ούτε εις τας εστίας των επέστρεφον, παρά παρέμειναν συγκεντρωμένοι κατά μεγάλας ομάδας και περιεφέροντο ανά τα Κορέστια, προπαγανδίζοντας εις τα χωριά.
Τον Ιούνιο του 1944 είχε αρχίσει η συγκρότησις του Σλαβομακεδονικού τάγματος του Ηλία Δημάκη, που έφερε το ψευδώνυμο Γκότσε Ντέλτσεφ. Στην αρχή αθορύβως το Τάγμα του, που υπήγετο υπό το 28ον Σύνταγμα ΕΛΑΣ της ΙΧ Μεραρχίας, ενετάσσοντο σλαβόφωνοι κομμουνισταί ή προσκείμενοι προς τον Σλαβισμόν, υπήρχον όμως στη δύναμή του και αρκετοί Σλαβόφωνοι ελληνικής συνειδήσεως, καθώς και Βλαχόφωνοι και Ελληνόφωνοι. Δια να αποδείξει ο Γκότσε ότι ήταν πιστός εις την γραμμήν του ΕΑΜ / ΕΛΑΣ δεν εδίστασε να προσβάλλει εστίες των Αξονομακεδονικών τμημάτων της Οχράνας, που είχε δημιουργήσει ο Κάλτσεφ στην περιοχή Καστοριάς.
Αργότερα άρχισαν να εντάσσονται εις τας τάξεις του και αρκετοί από τους στασιαστάς του Πέϊου (Μαΐου 1944), καθώς και πρώην στελέχη της Οχράνα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο η δύναμίς του υπερέβαινε τους 700, κατά διαστήματα δε απεστέλλοντο αποστολαί εις Γιουγκοσλαβίαν, δια τον εφοδιασμόν εις όπλα, ιματισμόν και τρόφιμα, από τας αποθήκας των Γιουγκοσλάβων παρτιζάνων.
Σημειωτέον ότι, μετά την αποστασίαν του Πέϊου, ο επικεφαλής του Γιουγκοσλαβικού Τμήματος συνδέσμου Ντεάν αντεκατεστάθη υπό τινος Σέρβου ονόματι Κότσκο, ο οποίος επηγγέλετο πρώτα τον τραγουδιστήν. Ο Κότσκο με την ομάδα περιεφέρετο από χωριό σε χωριό, ιδίως στα Κορέστια και εις ομιλία προς τους χωρικούς, προσπαθούσε να διευκρινίσει την θέσιν των Σλαβομακεδόνων εντός του ΕΑΜ / ΕΛΑΣ. Η θέσις την οποία ελάμβανε ήτο ότι αγωνίζονται παρά το πλευρό των Ελλήνων ανταρτών ως Σλαβομακεδόνες, αποτελούντες όμως τμήμα του ΕΛΑΣ. Δεν έλεγε φανερά, ούτε ότι είναι αναπόσπαστο μέρος του ελληνικού λαού, ούτε ότι αποτελούν κάτι το ξεχωριστό από την Ελλάδα.
Κατά το διάστημα του Σεπτεμβρίου 1944 το Τάγμα του Γκότσε ενισχύονταν συνεχώς εις προσωπικόν, σιωπηρώς δε το παρουσίαζαν ως ταξιαρχία.
Την ονόμαζαν μάλιστα Φλωρινο–Καστοριανή Σλαβομακεδονική Ταξιαρχία (Λέρινσκο–Κόστουρσκα Μπριγκάντα).     
Σιγά-σιγά, εις το Τμήμα εκείνο, τα πάντα έπαιρναν σλαβικήν χροιάν.  Οι περισσότεροι άνδρες ήσαν ενδεδυμένοι με στολές του βουλγαρικού στρατού, τις οποίες έπαιρναν από τους παρτιζάνους της σερβικής Μακεδονίας. Ο ιματισμός εκείνος προήρχετο από αποθήκες του βουλγαρικού στρατού, που είχαν περιέλθει εις χείρας των παρτιζάνων.
Οι στολές ήσαν καινούργιες, με καμάρι δε οι άνδρες του Γκότσε διατηρούσαν τα βουλγαρικά διακριτικά (επωμίδες, κουμπιά, στέμματα και κορδέλες στο καπέλο κ.λ.π.). Επίσης τα τμήματα του Γκότσε χρησιμοποιούσαν βουλγαρικά στρατιωτικά παραγγέλματα, μιλούσαν το τοπικό ιδίωμα παραμορφωμένο με σερβικές λέξεις και μάθαιναν τις ώρες που αργούσαν σλαβική γραφή. Στις τάξεις του Γκότσε είχαν πλέον προσέλθει όλοι οι γνωστοί Οχρανίται της περιοχής Φλωρίνης και Καστοριάς και είχε αρχίσει αθρόα μετακίνησις ανταρτών, σλαβοφώνων προφανώς, από τα άλλα τμήματα του ΕΛΑΣ εις το Τάγμα του Γκότσε και ελληνοφώνων από το Τάγμα του Γκότσε προς τα άλλα Τμήματα. Περί το τέλος του Σεπτεμβρίου 1944 το Τάγμα Γκότσε απετελείτο κατά 9/10 από σλαβοφώνους, η δύναμίς του είχε ανέλθει εις 800 περίπου, ο εξοπλισμός του ήταν πλήρης, απέφευγε δε συστηματικά να εμπλέκεται εις μάχην κατά των Γερμανών, έχοντος κατά νουν την διατήρησιν ανεπάφου της δυνάμεως δια τον διακανονισμόν των ζητημάτων μετά την αποχώρησιν των Γερμανών.
Ο Γκότσε είχε ως πολιτικόν σύμβουλον κυρίως τον εκ Δενδροχωρίου Κεραμιτζήεφ, ο οποίος είχε εκλεγεί και μέλος της ΠΕΕΑ, τας πράξεις του όμως καθοδηγούσαν και οι ευρισκόμενοι εις το Επιτελείον του πρώην Οχρανίται. Κατά τα τέλη Σεπτεμβρίου ο Γκότσε άρχισε να ζητά επιμόνως από την ηγεσίαν του ΕΑΜ / ΕΛΑΣ την έγκρισιν να αναπτυχθεί εις Ταξιαρχίαν και να εντάσση αθρόως όσους εκ του πληθυσμού επιθυμούσαν άνευ περιορισμού, αποσκοπών προφανώς να εξοπλίσει όλους τους ομοϊδεάτας του, δια να επιβάλει λύσεις δια της δυνάμεως με την αποχώρησιν των Γερμανών. Ζητούσε επίσης να εξουσιοδοτηθεί όπως, με την αποχώρησιν των Γερμανών, την Καστορίαν και την Φλώριναν καταλάβουν αποκλειστικώς τμήματά του. Τα αυτά αιτήματα είχε προβάλει και το εις περιοχήν Αριδαίας συγκροτηθέν παρόμοιον Σλαβομακεδονικόν Τάγμα, υπό τινα Ούρδωφ. Ούτως είχε διαμορφωθεί η κατάστασις, όταν κατά τας αρχάς Οκτωβρίου 1944, ο Γκότσε επανεστάτησε κατά του ΕΑΜ / ΕΛΑΣ κηρύξας την αυτονομίαν της Μακεδονίας. Τα γεγονότα εξελίχθησαν ως ακολούθως.
Την 5ην Οκτωβρίου του 1944 περιήλθεν εις χείρας ενός βαθμοφόρου του Αποσπάσματος Βιτσίου, που δρούσε κατά την περίοδον εκείνη στην περιοχή Ακρίτα – Πισοδερίου – Πρεσπών, επιστολή από το περιεχόμενο της οποίας συνήγετο το συμπέρασμα ότι το Σλαβομακεδονικό Τάγμα του Γκότσε, ευρισκόμενον στα Κορέστια (Τρίβουνο – Μακροχώρι – Χαλάρα), επρόκειτο να στασιάσει, κηρύσσον την αυτονομίαν της Μακεδονίας, διετάσσετο δε μία διλοχία του Τάγματος, δυνάμεως 200 περίπου ανδρών, η οποία ευρίσκετο εις την περιοχήν Σφήκας, όπως το ταχύτερον ενωθεί μετά της υπολοίπου δυνάμεως εις Κορέστια. Η επιστολή απεστάλη επειγόντως εις τον διοικητήν Αποσπάσματος Βιτσίου, μόνιμον υπολοχαγόν Παύλον Τσάμην, έχοντα την ημέρα εκείνην τον σταθμόν Διοικήσεώς του εις Άγιον Γερμανόν Πρεσπών.
Ο αξιωματικός ούτος, μόλις έλαβε γνώσιν του περιεχομένου της επιστολής, χωρίς να έχει σχετικήν τινα οδηγίαν, έθεσεν εις συναγερμόν ολόκληρον την δύναμίν του η οποία ευρίσκετο εις την περιοχήν Πρεσπών, ήτοι τρείς λόχους τυφεκιοφόρων και την πολυβολαρχίαν, συνολικής δυνάμεως 500 περίπου ανδρών (είς Λόχος παρέμενεν εις περιοχήν Ακρίτα (Μπουφίου) ως ασφάλεια του εκεί κλιμακίου της βρεταννικής στρατιωτικής αποστολής) και εντός της νυκτός εκινήθη προς Σφήκα, δια να εξουδετερώσει την εκεί Διλοχίαν του Σλαβομακεδονικού Τάγματος. Πρόθεσις του Αποσπάσματος Βιτσίου ήτο η εν συνεχεία κίνησις προς Κορέστια και εξουδετέρωσις και της υπολοίπου δυνάμεως του Γκότσε.
Σημειωτέον ότι τας πρωϊνάς ώρας της 6ης Οκτωβρίου, είχε συλληφθεί μία ανεξάρτητος Διμοιρία του Γκότσε, η οποία ευρίσκετο εις το χωρίον Οξυά Πρεσπών και αφοπλισθείσα, είχε σταλεί υπό συνοδείαν εις Άγιον Γερμανόν και είχε εγκλεισθεί εις το Δημοτικόν Σχολείον του χωριού
Τέλος, επληροφόρησαν τον διοικητήν του Αποσπάσματος ότι ο Γκότσε είχε κηρύξει εις τα Κορέστια την αυτονόμησιν της Μακεδονίας, ότι είχε κηρύξει επίσης γενικήν επιστράτευσιν και η δύναμίς του είχε ανέλθει εις 2.000 περίπου ενόπλους, ότι είχε προβεί εις την επίταξιν κτηνών και τροφίμων και ό,τι, εάν δεν εγίνοντο δεκτά τα αιτήματά του προς πλήρη ανεξαρτησίαν των Σλαβομακεδόνων, θα έφθανε εις ένοπλον ρήξιν με το ΕΑΜ / ΕΛΑΣ.
Ταυτοχρόνως παρείχετο η πληροφορία ότι τμήματα του 27ου Συντάγματος, υπό τον μόνιμον λοχαγόν Καρατάσιον εκινούντο από νότου προς Κορέστια, με την αυτήν αποστολήν. Η απόφασις της ηγεσίας του ΕΑΜ / ΕΛΑΣ δια την δια των όπλων προσβολήν των Σλαβομακεδόνων του Γκότσε ελήφθη πολύ αργά. Είχε χαθεί η ευκαιρία να εξοντωθούν μέχρις ενός, εάν δεν εμποδίζετο εις την απόφασίν του το Απόσπασμα Βιτσίου, το οποίον εκράτει αποκεκομμένην την οδό υποχωρήσεως των στασιαστών προς Γιουγκοσλαβίαν από της 6ης Οκτωβρίου.
Οι στασιασταί θα ετίθεντο μεταξύ δύο πυρών, ενώ τώρα θα ελάμβανεν χώραν απλή απώθησις τούτων προς Γιουγκοσλαβίαν, όπως και έγινεν.
Μετά την εκ Πρεσπών αναχώρησιν του Αποσπάσματος Βιτσίου, κατόπιν εντολής του πολιτικού της ΙΧ Μεραρχίας Ρένου, οι αφοπλισθέντες Σλαβομακεδόνες του Γκότσε αφέθησαν ελεύθεροι και εντός της νυκτός 7/8 Οκτωβρίου συνενώθησαν μετά των εις Κορέστια δυνάμεων του Γκότσε.
Η εις Πρέσπαν αφεθείσα δύναμις του Αποσπάσματος διετάχθη επίσης να κινηθεί προς Ακρίταν και να συνενωθεί μετά του Αποσπάσματος. Τοιουτοτρόπως παρέμεινε τελείως ελευθέρα η δίοδος Πρεσπών.
Τα τμήματα του Αποσπάσματος Βιτσίου και του 27ου Συντάγματος κινηθέντα την 10η Οκτωβρίου προς Κορέστια δεν συνήντησαν παρά ελαφρά τμήματα οπισθοφυλακών του Γκότσε, ο οποίος, άμα τη πληροφορία ότι κινούνται εναντίον του δυνάμεις υπεχώρησεν προς Πρέσπαν και εκείθεν δια Δουμπιάνης – Λουμπόϊντο εισήλθεν εις το Γιουγκοσλαβικό έδαφος. Το Απόσπασμα Βιτσίου έδωσε μάχη με τα τελευταία τμήματα του Γκότσε εις περιοχήν Γάβρου, κατά την οποίαν και ετραυματίσθη είς εκ των ανδρών του. Επίσης τμήματα του 27ου Συντάγματος συνεπλάκησαν με τμήματα οπισθοφυλακής του Γκότσε εις περιοχήν Βατοχωρίου – Κρυσταλλοπηγής, κατά την οποίαν εφονεύθη ο εις το 27ο Σύνταγμα υπηρετών μόνιμος Επιλοχίας Εμμ. Δατσέρης.
Τα στασιάσαντα τμήματα του Γκότσε, δυνάμεως 2.000 περίπου μεταφέρθησαν εν τάχει εκ σερβικής Πρέσπας εις τον Τομέα Μοναστηρίου και επεχείρησαν να εισχωρήσουν εντός του ελληνικού εδάφους από την κατεύθυνσιν Αγίας Παρασκευής και Εθνικού.
Εν τω μεταξύ όμως τμήματα του 27ου Συντάγματος εφρούρουν το τμήμα της μεθορίου Πρεσπών και τοιαύτα του Αποσπάσματος Βιτσίου το τμήμα από Ακρίτα μέχρις Αγίας Παρασκευής. Εν τη προσπαθεία των όθεν όπως εισβάλλουν εις τον τομέα Εθνικού – Παρωρίου, συνήντησαν την αντίστασιν των τμημάτων του Αποσπάσματος κατά την συναφθείσαν δε μάχην περί τα μέσα Οκτωβρίου εις τα υψώματα Εθνικού, υπέστησαν σοβαρές απώλειες και ηναγκάσθησαν να συμπτυχθούν εντός του Γιουγκοσλαβικού εδάφους.
 Ολίγας ημέρας βραδύτερον, τμήματα του Γκότσε, εισέβαλον κατά την διάρκειαν της νυκτός εις το χωρίον Πολυπλάτανος και ήρπασαν σημαντικήν ποσότητα σιτηρών εκ των εκεί αποθηκών.
Η κατάστασις αυτή συνεχίσθηκε μέχρι της αποχωρήσεως και της τελευταίας δυνάμεως των Γερμανών εξ Ελλάδος την 1ην Νοεμβρίου του 1944, οπότε, το μεν 27ο Σύνταγμα επήνδρωσε την ελληνογιουγκοσλαβικήν μεθόριον από λίμνης Πρεσπών μέχρις Εθνικού, το δε Απόσπασμα Βιτσίου, από Αγίας Παρασκευής μέχρι Μεσοχωρίου.
Τα γιουγκοσλαβικά φυλάκια, μέχρι περίπου του τέλους του 1944, ήσαν επηνδρωμένα με τμήματα του Γκότσε, βραδύτερον δε αντικατεστάθηκαν με τμήματα Σέρβων παρτιζάνων.

Υπολοχαγός Παύλος Τσάμης

Διοικητής Αποσπάσματος Βίτσι
28ου Συντάγματος ΕΛΑΣ




Τρίτη 23 Φεβρουαρίου 2016

ΤΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΤΗΣ ΜΕΤΑΠΟΛΙΤΕΥΣΗΣ ΜΕ ΤΑ ΤΡΙΑ ΚΟΜΜΑΤΑ ΕΞΟΥΣΙΑΣ (ΠΑΣΟΚ - Ν.Δ. - ΣΥΡΙΖΑ) ΑΠΕΤΥΧΕ ΠΑΤΑΓΩΔΩΣ ΚΑΙ ΚΑΤΕΡΡΕΥΣΕ - ΑΜΕΣΗ ΚΑΙ ΑΠΟΛΥΤΩΣ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΗ Η ΕΠΑΝΙΔΡΥΣΗ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ

Το πολιτικό σύστημα της Μεταπολίτευσης, αδυνατεί πλέον να διαχειρισθεί τις κρίσεις, όχι μόνον τις οικονομικές, αλλά και τις πολιτικές, τις κοινωνικές, τις Εθνικές, τις κρίσεις Αρχών και Αξιών. Από καιρό κάποιοι μιλούν για το τέλος της εποχής της Μεταπολίτευσης. Και πράγματι. Το σύστημα που οικοδομήθηκε και διατηρήθηκε τα τελευταία 40 χρόνια στην χώρα μας δεν έχει πλέον μέλλον, γιατί είναι φαύλο, Κομματοκρατικό, Κομματοκυριαρχικό, Αυταρχικό, Πελατειακό, Διεφθαρμένο, Αναξιόπιστο, Αναποτελεσματικό, Ανάλγητο, Καταπιεστικό, Γραφειοκρατικό, Αντιπαραγωγικό, Αντιοικονομικό.
Από καιρό είναι φανερό ότι δεν μπορεί πλέον να διαχειρισθεί τα προβλήματα και τις κρίσεις που το ίδιο δημιούργησε. Όχι μόνο τις οικονομικές και τις δημοσιονομικές, αλλά και τις κοινωνικές. Το πολιτικό και κοινωνικό αυτό σύστημα δεν έδειξε ικανό να μπορεί να συγκρατήσει μία κοινωνία που κοχλάζει, που είναι έτοιμη να εκραγεί η βία. Και πάντως αδυνατεί να της παράσχει λύσεις και διεξόδους.
Τι χρειάζεται; Βασικά, επανίδρυση, πολιτική, κοινωνική, οικονομική, πνευματική, ηθική κ.λ.π. αναγέννηση από την γενική παρακμή και αποτελμάτωση στην οποία περιέπεσε, χρειάζεται και ένα νέο Σύνταγμα προσαρμοσμένο στη σύγχρονη πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα, το οποίο μεταξύ των άλλων να περιέχει καταλυτικές διαρθρωτικές διατάξεις ανατρέποντας πάγιες, επαχθείς και νοσηρές καταστάσεις και προκαλώντας συγκρούσεις με τα αδηφάγα κατεστημένα συμφέροντα, ιδίως τα πολιτικά, οικονομικά συνδικαλιστικά και άλλα, τον ακραίο και μη υγιή συνδικαλισμό. Ένα Σύνταγμα που θα περιορίζει ακόμη και τον αριθμό των βουλευτών στους 150, θα περιορίζει το    υπέρ-κράτος και θα καταργεί την ισοβιότητα των δικαστών και την μονιμότητα των υπαλλήλων του Δημοσίου και των ΔΕΚΟ, εξασφαλίζοντας όμως τα ηθικά και υλικά κεκτημένα δικαιώματα με Δικλείδες Ασφαλείας.

Ένα τέτοιο Σύνταγμα για να ψηφιστεί από την Βουλή των Ελλήνων, χρειάζεται βουλευτές με ψυχική δύναμη, σθένος, τόλμη, πολιτικό και κοινωνικό ήθος. 

Η ΔΙΑΦΘΟΡΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΜΙΑ ΝΟΣΗΡΗ, ΕΠΩΔΥΝΗ ΚΑΙ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΙΚΗ ΓΙΑ ΤΗ ΧΩΡΑ ΠΛΗΓΗ, ΤΕΡΑΣΤΙΩΝ ΔΙΑΣΤΑΣΕΩΝ

Ο φάκελος «Ελλάδα» στην Ευρωπαϊκή Ένωση μέχρι σήμερα είναι πολύ βαρύς. Βρίθει δε από περιπτώσεις κακοδιοίκησης, διαφθοράς, εξαπάτησης και παντελούς έλλειψης βούλησης να προχωρήσει η χώρα σε κάποιες στοιχειώδεις μεταρρυθμίσεις που θα της επιτρέψουν να ελπίζει ότι κάποτε θα μπορέσει να βγει από την κρίση και την μόνιμη πλέον απειλή της επίσημης χρεοκοπίας. Από όλους τους επίσημους κοινοτικούς παράγοντες επισημαίνεται ότι η Ελλάδα πάσχει απελπιστικά από την δημόσια διοίκηση και την διαφθορά που επικρατεί στους κόλπους της, ενώ την ίδια στιγμή το πολιτικό σύστημα –που είναι και ο δημιουργός αυτής της κατάστασης– δεν τολμά να λάβει τα απαραίτητα μέτρα. Ως φαίνεται δε, σε μεγάλο βαθμό, υπάρχουν και συνενοχές που κάνουν την κατάσταση πιο οδυνηρή και την θεραπεία της άπιαστο όνειρο.
Δια στόματος του Γενικού Επιθεωρητού Δημοσίας Διοίκησης κ. Λέανδρου Ρακιντζή, το κόστος της διαπλοκής φθάνει τα 35 δισεκατ. ευρώ, ήτοι σχεδόν το 75% του ετήσιου προϋπολογισμού. Τραγικά αποκαλυπτικές, από την άποψη αυτή, είναι οι τελευταίες επισημάνσεις του, οι οποίες προκάλεσαν και την ανάλογη αίσθηση εκτός της χώρας μας.

Η διαφθορά δεν μειώθηκε, αλλά πλέον αποκαλύπτεται, υποστηρίζει ο Γενικός Επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης, υπογραμμίζοντας ότι η κρίση επηρέασε ποσοτικά και ποιοτικά τα χαρακτηριστικά της.
Ο κ. Λ. Ρακιντζής εκτιμά ότι το κόστος της γραφειοκρατίας και της διαφθοράς αγγίζει τα 30-35 δισ.  ευρώ ετησίως. Υπογραμμίζει ότι, πέραν της επίπτωσης στα δημόσια οικονομικά, υπάρχουν και σημαντικές παράπλευρες συνέπειες – όπως το ότι δεν μπορούν να προσελκυστούν επενδύσεις χωρίς αξιόπιστο σχέδιο πάταξης της διαφθοράς. Προτείνει έτσι την δημιουργία συντονιστικού οργάνου κατά της διαφθοράς που, πέρα από το υπέρογκο κόστος της, έχει και αρκετές άλλες παράπλευρες αρνητικές επιπτώσεις. Για να μετριασθούν αυτές οι τελευταίες προτείνει την συρρίκνωση του κράτους, την εκ βάθρων αναδιοργάνωσή του και τον αυστηρότατο κολασμό των κρουσμάτων διαφθοράς.
Όμως, το μεγάλο πρόβλημα της χώρας είναι ότι η διαφθορά, υπό τις διάφορες μορφές της, έχει διαπεράσει το σύνολο του κοινωνικού ιστού και άρα η καταπολέμησή της είναι σχεδόν αδύνατη γιατί συναντά και λαϊκές αντιδράσεις. Κατά πρώτο λόγο, οι συντεχνίες του Δημοσίου και των Δημοσίων Επιχειρήσεων και Οργανισμών (ΔΕΚΟ), κάθε φορά που επιχειρείται η θέσπιση μέτρων καταπολέμησης της διαφθοράς στους χώρους τους, αντιδρούν με «κινητοποιήσεις» και πολιτικοποιούν την διαφθορά.
Πέρα όμως από τις ΔΕΚΟ και τις υπηρεσίες του Δημοσίου, η διαφθορά οργιάζει και στις περιφερειακές αρχές. Εμπεριστατωμένη ανάγνωση των διαφόρων εκθέσεων του κ. Λέανδρου Ρακιντζή, αλλά και κορυφαίων προκατόχων του, είναι αρκετή για να οργισθεί ο αναγνώστης τους και να καταλάβει ποια είναι η έκταση της διαφθοράς στην χώρα μας. Αν στις εκθέσεις αυτές προστεθούν και οι αντίστοιχες του Ελεγκτικού Μηχανισμού της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, τότε τα ποσά τα οποία ανέφερε προσφάτως ο Γενικός Επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης είναι σαφώς αυξημένα.
Τέλος, δεν περιποιεί τιμή για την Ελλάδα και το ότι κατατάσσεται στην πρώτη πεντάδα των πιο διεφθαρμένων χωρών στο ποδόσφαιρο, μαζί με την Μολδαβία, την Νιγηρία, την Λετονία και την Τουρκία.  Γεγονός που επιβεβαιώνει και αυτό το εύρος της διαφθοράς στην χώρα μας.
Μπορεί ένας πρώην δήμαρχος να οδηγήθηκε στις φυλακές, με καταδίκη πρωτοφανούς αυστηρότητας, αλλά απ’ ότι φαίνεται η διαφθορά εξακολουθεί να μαστίζει τον κρατικό μηχανισμό με τους οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης να διατηρούν την ουδόλως επίζηλη κορυφαία θέση. Το διαπιστώνει και πάλι η έκθεση του Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης κ. Λ. Ρακιντζή. Όπως ακριβώς το διαπίστωνε και η προηγούμενη, που είχε εκδοθεί τον περασμένο Ιούλιο.
Το ζητούμενο λοιπόν δεν είναι μόνον αν θα μπουν στην φυλακή κάποιοι δημοτικοί άρχοντες και κάποιοι υπηρεσιακοί παράγοντες. Διότι οι καταδίκες αυτές παραμένουν κενές περιεχομένου αν την ίδια στιγμή δεν μπαίνει ένα τέλος στα φαινόμενα διαφθοράς. Ίσως μάλιστα η εξάντληση της αυστηρότητας ενός Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου να λειτουργεί αποπροσανατολιστικά. Αφ’ ενός ικανοποιείται ένα αίτημα της κοινωνίας που ζητεί δικαιοσύνη και περιμένει μέσα από την τιμωρία των υπαιτίων της οικονομικής κατάρρευσης του κράτους να ξαναγεμίσουν τα ταμεία και να ξεπεραστούν τα προβλήματα.
 Αφ’ ετέρου όμως, αντί να συζητούμε για την ουσία του θέματος, δηλαδή την θωράκιση των θεσμών και την καθιέρωση ενός νομικού πλαισίου που θα αποτρέψει την επανάληψη των φαινομένων διαφθοράς, συζητούμε την αυστηρότητα της συγκεκριμένης ποινής και απεραντολογούμε επί του αν έπρεπε ή δεν έπρεπε να αναγνωριστούν στους καταδικασθέντες ελαφρυντικά και επί πληθώρας άλλων νομικών ζητημάτων.
Την ίδια στιγμή η διαφθορά ζει και βασιλεύει στην δημόσια διοίκηση. Διεφθαρμένοι δημόσιοι υπάλληλοι συνεχίζουν να εισπράττουν τον μισθό τους (τα χρήματα των φορολογουμένων δηλαδή) και ο επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης ακούγεται σαν φωνή βοώντος εν τη ερήμω. Αυτός τα επισημαίνει. Ποιος τον ακούει; Ποιος μηχανισμός ενεργοποιείται;
Εν τω μεταξύ η διαφθορά παραμένει αλώβητη. Και όχι μόνο στην Τοπική Αυτοδιοίκηση. σε όλο το ελληνικό Κράτος οι διαρθρωτικές αλλαγές καρκινοβατούν. Η γραφειοκρατία δυναστεύει τους πολίτες. Και τα κόμματα; Ας ανατρέξει κανείς και στους ισολογισμούς τους που δημοσιεύτηκαν πρόσφατα και θα βγάλει αβίαστα τα συμπεράσματά του ως προς το αν και κατά πόσο είναι άμοιρα ευθυνών. Τα βάρη των δανειακών τους επιβαρύνσεων είναι τέτοια που πέρα από την κακή διαχείριση που δείχνουν, δημιουργούν και σειρά άλλων ερωτημάτων ως προς τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουν τα δημόσια πράγματα και το δημόσιο χρήμα.
Έτσι νομοθετήθηκε και η κατάργηση της αξιολόγησης και των ελέγχων στον τομέα της Παιδείας, η απόλυτη ανέλιξη στον καταληκτικό βαθμό σε όλους που απόκτησαν δημοσιοϋπαλληλική ιδιότητα, η διόγκωση των διευθυντικών θέσεων και η κατάληψη αυτών με κριτήρια κομματικής προσήλωσης και ο πληθωρισμός της δημοσιοϋπαλληλίας. Οι δαπάνες προς εξυπηρέτηση του όγκου των διορισθέντων διογκώθηκαν, ενώ η παραγωγικότητα διαρκώς ελαττωνόταν. Προς αντιμετώπιση αυτής της ανισορροπίας που δημιουργήθηκε στα έσοδα και τα έξοδα του Κράτους, οι κυβερνήσεις της Μεταπολίτευσης από το 1974 και έπειτα δανειζόταν τεράστια κεφάλαια. Παράλληλα όμως προς την εκτροπή αυτή, που είχε οικονομικό χαρακτήρα, καλλιεργήθηκε και αναπτύχθηκε εκτροπή ηθικής φύσης, η οποία διέλυσε αξίες, θεσμούς και δεσμούς απόλυτα απαραίτητους για την συγκράτηση και ανάπτυξη της κοινωνίας σε πλαίσια ευνομούμενου κράτους.
Χαρακτηριστικά δείγματα τέτοιων εκτροπών υπήρξαν:
·                Ο χρηματισμός κρατικών λειτουργών για την διεκπεραίωση κάθε υπόθεσης που αφορούσε καθημερινά ζητήματα των πολιτών.
·                Ο χρηματισμός του υγειονομικού προσωπικού για την παροχή υπηρεσιών υγείας.
·                Η εξεύρεση μεθόδων συνταξιοδότησης σε μη δικαιούχους μέσω της δημιουργίας στρατιωτικών αναπήρων, τυφλών κ.ο.κ. με μέριμνα των κομματικών μηχανισμών.
·                Η αποφυγή εκπλήρωσης καθήκοντος με το πρόσχημα «ψυχολογικών προβλημάτων».
·                Η συγκρότηση μηχανισμών απορρόφησης και ιδιοποίησης κοινοτικών πόρων από επιστημικοφανείς φορείς.
·                Η εμφάνιση μηδενικού εισοδήματος στην Ελλάδα από πρόσωπα με καταθέσεις εκατομμυρίων ευρώ σε Τράπεζες εξωτερικού.
Εν κατακλείδι, τα αναφερθέντα πιο πάνω δείγματα και άλλα, ών ουκ έστιν αριθμός, υπήρξαν τα αποκαλούμενα από αυτούς που τα ευλόγησαν αυτά, «προϊόντα διαφθοράς» και από κοινού μαζί με τον λαό που καρπώθηκαν (Μαζί τα φάγαμε) τα αποκτήματα. Οικοδομήσαμε έτσι ένα ευδαιμονισμό της κακιάς ώρας.
Ας ελπίσουμε πως η νέα υπό τον Αλέξη Τσίπρα κυβέρνηση του ΣυΡιζΑ θα περιορίσει και θα αναχαιτίσει την διαφθορά. ΙΔΩΜΕΝ.


Δευτέρα 15 Φεβρουαρίου 2016

Η ΚΟΡΟΪΔΙΑ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΜΑΣ

Τελικά «το τραβάει ο οργανισμός μας». Διότι δεν εξηγείται αλλιώς το γεγονός ότι όχι μόνο ανεχόμαστε, αλλά απολαμβάνουμε σε υπέρτατο βαθμό να μας κοροϊδεύουν ασύστολα οι πολιτικοί μας που οδήγησαν την Ελλάδα στα πρόθυρα της καταστροφής. Η συστηματική κοροϊδία όλων από όλους, μας έχει γίνει εθισμός, μας αμβλύνει τα αντανακλαστικά και εξουδετερώνει κάθε πιθανότητα ορθής κρίσης και αντικειμενικής θεώρησης των πραγμάτων. Μας οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην αποβλάκωση.
Κορυφαίοι πρωταγωνιστές στον εμπαιγμό της κοινωνίας είναι ασφαλώς οι πολιτικοί μας, όλων των κομμάτων που άσκησαν και ασκούν την εξουσία. Που έχοντας συνεχή και πολλαπλή πρακτική εξάσκηση είναι και ακαταμάχητοι. Η καθημερινότητα είναι πολύ πλούσια σε παραδείγματα μιας κουλτούρας που γιγαντώθηκε μετά από 40 χρόνια «μοντέρνου» ελληνικού κοινοβουλευτισμού.
Εμείς  οι ευφυέστατοι Έλληνες, καταφέραμε να διασύρουμε όποια έννοια ή ιδεολογία «έπεσε» στα χέρια μας: Ξεφτιλίσαμε τον κομμουνισμό, τον σοσιαλισμό, τον φιλελευθερισμό, τον συνδικαλισμό (εργοδοτών και εργαζομένων), τον κομματισμό, τον εκσυγχρονισμό, τις ιδιωτικοποιήσεις, την επανίδρυση του κράτους, τα μνημόνια, την απελευθέρωση των επαγγελμάτων. Αλλά και την Παιδεία, την κοινωνική πρόνοια, την εφαρμογή των νόμων και τελικά την δημοκρατία, την αισθητική και την αξιοπρέπειά μας.
Όλοι αυτοί βέβαια τη δουλειά τους κάνουν. Με αυτές τις πρακτικές αναδείχτηκαν, αφού οι ψηφοφόροι σταθερά τους ανταμείβουν για τα κραυγαλέα και προκλητικότατα ψέματά τους: «Οι βάσεις του θανάτου φεύγουν», «λεφτά υπάρχουν», «το μαχαίρι στο κόκκαλο», «θα μηδενίσουμε το χρέος», «θωρακίζουμε την Ελλάδα» και τόσα άλλα. Που αν τα είχε εκστομίσει ο περιπτεράς μας, θα αλλάζαμε περίπτερο τρέχοντας! Αυτούς, όμως, με ανεξήγητο μαζοχισμό τους ακούμε… ευλαβικά και με τον τρόπο μας, τελικά τους προσκυνούμε.
Αισιοδοξώντας ότι θα μας σώσουν από την γενική χρεοκοπία, χρεοκοπήσαμε σε παιδεία, κοινωνική πρόνοια, εργασία, αρχές, αξίες και κοινό νου. Ξέρετε γιατί η παιδεία και η πολιτική είναι τόσο άθλιες στην Ελλάδα; Διότι έχουν αλωθεί από τους επιφανειακά, μακρά από την αλήθεια και πραγματικότητα Προοδευτικούς και Αριστερούς. Προοδευτικούς που θέλουν τον πολίτη αμόρφωτο, άξεστο, παραπληροφορημένο και αποπροσανατολισμένο κακομοίρη, για να μπορούν ευκολότατα να τον χειραγωγούν. Σαν αγέλη σε ξέφραγο αμπέλι.
Όποιος κοπιάζει, μορφώνεται, παράγει και φυσικά προοδεύει. Αναπτύσσει κρίση, φιλοδοξίες και διάθεση για δημιουργία. Περιφρονεί εκείνους που φέρουν ανάξια τον τίτλο του πανεπιστημιακού, του πρυτάνεως ή του πολιτικού, θαυμάζει πανεπιστημιακούς που τολμούν να ανθίστανται στην πλήρη ισοπέδωση της παιδείας και εκτιμούν (τους ελάχιστους) πολιτικούς που προσπάθησαν αναποτελεσματικά να σώσουν τη χώρα από την καταιγίδα, την κατάρρευση, τον αφανισμό.

Αντίθετα, όσο περισσότερο εθιζόμαστε στον εμπαιγμό, τόσο και περισσότερο βουλιάζουμε. Και ίσως εμείς οι παλαιότεροι να το αξίζουμε 100%. Οι νέοι μας, όμως, σε τι (μας) φταίνε;       

Κ Ρ Ι Σ Ε Ι Σ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ, ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΕΣ ΚΛΠ

Όπως συχνά συμβαίνει, στις πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές κρίσεις και στις ιστορικές οικονομικο-κοινωνικές μεταβολές, πρωτοπόροι ενεργοί και δραστήριοι πολίτες, άνδρες και γυναίκες, καλούνται να δημιουργήσουν, να καινοτομήσουν, να ανοίξουν νέους δρόμους στην ανοδική πορεία του τόπου και του αύριο και να συμβάλλουν στην κοινωνική ανέλιξη και ευημερία.
Η αναμόρφωση, των δημοτικών πραγμάτων προς το καλύτερο, η ανοδική πορεία σε όλους τους τομείς, η οικονομική και κοινωνική πρόοδος δεν νοούνται χωρίς τολμηρά και πρωτοποριακά άτομα, που με οξυδέρκεια, σωφροσύνη, την κοινωνική τους υπευθυνότητα αλλά και την οραματική τους δραστηριότητα, οδηγούν τις κοινωνίες πάντα προς το αύριο, με την πεποίθηση ότι αυτό θα είναι καλύτερο από το χθες.
Και η Ελλάδα μας, ευτυχώς διαθέτει τέτοια άτομα σε όλους τους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας.


Η ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ ΤΗΣ ΚΑΣΤΟΡΙΑΣ

Προκειμένου η Καστοριά να ανακτήσει την ζωτικότητά της και την δημιουργική της διάθεση, μετά από μία μεγάλη χρονική περίοδο γενικής παρακμής και στασιμότητας, τόσον οικονομικής, πολιτικής και κοινωνικής, όσον και πνευματικής, ηθικής και Αρχών και Αξιών, προκειμένου η Καστοριά να μεγαλουργήσει και να δημιουργήσει έργα μεγάλης πνοής, μεγάλης σημασίας και αξίας, προκειμένου να έχει ανοδική πορεία μετά από μία μεγάλη χρονική περίοδο γενικής ύφεσης, όπως οικονομικής, κοινωνικής, πολιτικής, πολιτιστικής, πολιτισμικής και λοιπά, χρειάζεται μια νέα άρχουσα τάξη, νέα πρόσωπα, που θα προτείνουν καινούριες πρωτοποριακές κατευθύνσεις.
Χρειάζεται φιλοπάτριδες, φιλοκαστοριανούς, πρόσωπα εγνωσμένης αξίας και κύρους, ανιδιοτελή και με πρόθεση προσφοράς παραγωγικής εργασίας. Πρόσωπα ικανά, ηθικά, έντιμα με πλούσια πολιτική, κοινωνική και επαγγελματική πείρα, που με την εθελοντική, συστηματική εργασία τους, με την κατάλληλη προβολή και διαφήμιση και με έργα υποδομής, θα την οδηγήσουν στην πρόοδο, στην ακμή, στην ανάπτυξη, στα πεπρωμένα της.

Και ευτυχώς ο τόπος, τέτοια πρόσωπα διαθέτει, αλλά δεν έχουν συμμετοχή στα κοινά, δεν δραστηριοποιούνται, γιατί γνωρίζουν ότι σ’ αυτόν τον χαρισματικό τόπο, «το καλό δεν πουλάει»

Τρίτη 9 Φεβρουαρίου 2016

ΣΥΝΤΟΜΕΣ ΠΕΡΙΕΚΤΙΚΕΣ ΦΡΑΣΕΙΣ - Η ΑΛΑΖΟΝΕΙΑ ΤΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ ΚΑΙ ΤΑ ΚΟΜΜΑΤΑ ΕΞΟΥΣΙΑΣ

Η αλαζονεία της εξουσίας μεταβάλλει τον ανθρώπινο χαρακτήρα και καθιστά τους ασκούντες την εξουσία, πρόσωπα παχυδερμικά, που τα χαρακτηρίζει έλλειψη ευαισθησίας και μία συμπεριφορά που φανερώνει συνειδησιακή και ηθική αναλγησία. Ευτυχώς, μέσα σ’ αυτή την αθλιότητα υπάρχουν και μερικές εξαιρέσεις.
Τα κόμματα της εξουσίας και τα πρόσωπα που την ασκούν μετέχουν στην ευωχία της εξουσίας και απολαμβάνουν τα ηθικά και υλικά ωφελήματα που αυτή τα προσφέρει.


ΣΥΝΤΟΜΕΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΕΚΤΙΚΕΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΕΣ ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΕΣ – ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ ΚΟΜΜΑΤΑ – ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ – ΠΟΛΙΤΕΥΤΑΙ

Τα κόμματα χρειάζονται πολιτευτές και πολιτικούς που να αγαπούν πραγματικά πρώτα την Ελλάδα και μετά τον τόπο της εκλογής τους. Πρόσωπα έντιμα και εργατικά, με την καλή έξωθεν μαρτυρία, με πολιτική και κοινωνική αποδοχή, με οράματα και διάθεση ευεργετικής συνεισφοράς υπέρ του συνόλου και όχι του εαυτού τους και του περιγύρου τους.

Επίσης τα κόμματα χρειάζονται πρόσωπα αδέκαστα και όχι λαϊκιστές και τυχοδιώκτες της πολιτικής. Μόνο με τέτοια πρόσωπα θα προκόψει κάποτε η Ελλάδα και θα ξεπεράσει όλες τις πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές κρίσεις. Όλα τα άλλα είναι εκ του πονηρού και αποσκοπούν στην διαιώνιση της ίδιας κατάστασης. 

ΤΟ ΜΝΗΜΟΝΙΟ ΗΤΑΝ Η ΑΠΑΡΧΗ ΤΟΥ ΕΝΤΑΦΙΑΣΜΟΥ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ

Η υπογραφή του Μνημονίου ήταν μία συμφωνία επονείδιστη, αξιοκατάρατη, αξιοκατάκριτη, αμαρτωλή και ευθέως αντίθετη προς τα εθνικά, κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά μας συμφέροντα, γιατί συντέλεσε όχι μόνον στην αποδυνάμωση του Έθνους, αλλά  υπήρξε και καταστροφική για την οικονομία, για τους μισθωτούς και τους συνταξιούχους, για τους μικρομεσαίους και τους ιδιοκτήτες ακινήτων, ήταν μια συμφωνία επονείδιστη.
Ο Γεώργιος Παπανδρέου, τότε πρωθυπουργός της Ελλάδος και ο Γεώργιος Παπακωνσταντίνου τότε υπουργός επί των Οικονομικών ενταφίασαν το μέλλον της Ελλάδος και των Ελλήνων και έθεσαν οριστικά τέρμα στις ελπίδες του Ελληνικού λαού για ένα καλύτερο αύριο. Ο τότε πρωθυπουργός επί 20 περίπου μήνες επέδειξε μία πρωτοφανή πολιτική δειλία, ως προς την λήψη των σωστών και καταλλήλων για την περίπτωση αναγκαίων μέτρων, μέτρων που δεν έπρεπε να ζημιώνουν τις πτωχές τάξεις, αλλά τους έχοντες και κατέχοντες, για την υλοποίηση των οποίων είχε δεσμευθεί με το Μνημόνιο. Παράλληλα, αποδείκνυε καθημερινά, ότι ήταν δέσμιος του κομματικού-πασοκικού κατεστημένου, ότι φοβόταν τους δικούς του συνδικαλιστές και έτρεμε το λεγόμενο πολιτικό κόστος, με αποτέλεσμα να θεωρείται πλέον αναξιόπιστος, ακόμη και στους κύκλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ο Γ. Παπανδρέου επεδίωκε να παραμείνει πρωθυπουργός, νεμόμενος την εξουσία και ταξιδεύων ανά την υφήλιο, αδιαφορώντας για το μέλλον της χώρας, ή μη δυνάμενος να συλλάβει το μέγεθος της επερχόμενης οικονομικής καταστροφής. Έβαλε την ταφόπετρα στην Ελλάδα και τον Ελληνισμό.