Σάββατο 21 Σεπτεμβρίου 2013

Κ Α Σ Τ Ο Ρ Ι Α

Η γνωριμία με την Καστοριά είναι μια αποκάλυψη, με τη λίμνη της όμως μια μαγεία! Στα γαλήνια, τα λαμπερά νερά της καθώς τα χρωματίζουν τα γαλάζια σύννεφα, βλέπετε ολάκερη την πολιτεία, πανέμορφα, να καθρεφτίζεται κάθε αυγή. Μα και στη δύση του ήλιου που παίρνουν όλα χρώματα μαγευτικά, και τη νύχτα όταν ανάψουν της πολιτείας τα φώτα και το φεγγάρι χρυσίζει τον ακύμαντο καθρέφτη της, μοιάζει παραμυθένια!
Αυτή η μελέτη που πραγματεύεται το συγκεκριμένο και αυτοτελές θέμα, με τον γενικό τίτλο «ΚΑΣΤΟΡΙΑ», αναδεικνύει, παρουσιάζει και προβάλλει συστηματικά, αναλυτικά και κατανοητά τη μοναδικότητα αυτής της ελληνικής περιοχής, ώστε να γίνουν ευρύτερα γνωστά σε όλες τις χώρες και τους λαούς της γης η ιστορία της και όλα τα αξιομνημόνευτα γεγονότα της ανθρωπότητας, δραστηριότητας που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη μετέπειτα πορεία και εξέλιξή της.
Ο καθένας που θα επισκεφθεί τον νομό και την πρωτεύουσά του, την ειδυλλιακή Καστοριά, θα έχει την ευκαιρία να γνωρίσει, να θαυμάσει και να απολαύσει το μεγαλείο της φύσης, τα προϊστορικά και αρχαιολογικά της μνημεία, τους βυζαντινούς, και μεταβυζαντινούς της θησαυρούς που διασώθηκαν, καθώς και τα κομψοτεχνήματα της καστοριανής γουνοποιίας, γουναρικά και δερμάτινα είδη.
                                             
                                          ΠΑΝΟΣ ΚΡΙΚΗΣ
                     ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΟΣ – ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ – ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ



ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Πιστός στις ρίζες, στο πολιτιστικό επίπεδο των προπατόρων μας, στις μακραίωνες παραδόσεις των Καστοριανών, στις ανθρωπιστικές αξίες αυτού του τόπου, στις αρχές και τα ιδεώδη μου, στις διακηρύξεις μου, στην ανιδιοτελή αγάπη και προσφορά μου γι’ αυτόν τον μοναδικό τόπο, θέλησα να συμβάλω κατά το μέτρο των δυνάμεών μου στην ιστόρηση κατά τη χρονική σειρά της ανά χείρας μελέτης.
Η μελέτη αυτή είναι το αποτέλεσμα μιας επίπονης πνευματικής εργασίας που περιλαμβάνει ένα ευρύ πεδίο θεμάτων τα οποία σχετίζονται άμεσα με τον Νομό Καστοριάς, και τον διευρυμένο δήμο της πόλης της Καστοριάς μιας από τις σπουδαιότερες, ομορφότερες, γραφικότερες και πιο ειδυλλιακές πόλεις της Ελλάδος, με την ασύγκριτη και την ήρεμη ομορφιά της φύσης, αλλά και με μια μακραίωνη ιστορία που δεν μπορεί να τη σβήσει ο χρόνος.
Είναι η πόλη του Βυζαντινού «Τιτουλαρίου»[1], η πόλη της βυζαντινής αρχιτεκτονικής με μεγάλο αριθμό βυζαντινών και μεταβυζαντινών μνημείων.
Πέραν αυτών η Καστοριά είναι διεθνές κέντρο κατεργασίας, επεξεργασίας, παραγωγής και πώλησης ετοίμων γουναρικών, των φημισμένων «καστοριανών γουναρικών», αλλά και δερμάτινων ειδών με παράδοση αιώνων.
Γι’ αυτούς και άλλους λόγους η Καστοριά αποτελεί ένα μοναδικό και σπουδαίο κέντρο έλξης και ενδιαφέροντος των τουριστών και των ανθρώπων που ενδιαφέρονται για τα αρίστης ποιότητας γουναρικά της. 
                                                                                             Πάνος Κρίκης
Τόσο ο Νομός Καστοριάς όσο και η πρωτεύουσά του έχουν μια προϊστορία 7.500 χιλιάδων χρόνων. Αυτό μαρτυρούν τα ιστορικά αρχαιολογικά μνημεία, όπως ο Λιμναίος Οικισμός Δισπηλιού, το «Νεολιθικό χωριό της Αυγής», τα «ευρήματα» στο Άργος Ορεστικό και άλλα, όπως επίσης και η ένδοξη βυζαντινή και μεταβυζαντινή της Ιστορία, ανθρώπινα δημιουργήματα που αποτελούν αδιάψευστους μάρτυρες του πολιτισμού. Αυτά, σε συσχετισμό με το Απολιθωμένο Δάσος Νόστιμου, τη Σπηλιά του Δράκου, το ασύγκριτο κάλλος του φυσικού περιβάλλοντος, τα πολλά ιδιαίτερα γνωρίσματα και τη γουνοποιία, που έχει καταστήσει την περιοχή της ένα από τα σημαντικότερα και πιο ενδιαφέροντα παγκόσμια κέντρα επεξεργασίας και πώλησης γουναρικών, των φημισμένων «καστοριανών γουναρικών», που η τελειότητά τους προκαλεί την αισθητική απόλαυση του γυναικείου φύλου και όχι μόνον, αναδεικνύουν την Καστοριά, μαζί με όσα άλλα ακολουθούν στην παρούσα μελέτη, σε έναν εξαιρετικά ενδιαφέροντα προορισμό που αξίζει να επισκεφτούν οι Έλληνες και οι ξένοι τουρίστες.

ΤΟ ΑΠΟΛΙΘΩΜΕΝΟ ΔΑΣΟΣ  ΝΟΣΤΙΜΟΥ
Κοντά στο χωριό Νόστιμο (στη νοτιοδυτική πλευρά του νομού) υπάρχει το Απολιθωμένο Δάσος, τη μελέτη και ανάδειξη του οποίου έχει αναλάβει ο καθηγητής Παλαιοντολογίας και Παλαιοβοτανικής Ευάγγελος Βελιτζέλος.
Πριν από 15-20 εκατομμύρια χρόνια, οι προσχώσεις των ποταμών σχημάτισαν ένα τεράστιο δέλτα, στο οποίο δημιουργήθηκε ένα άγριο υποτροπικό δάσος με οξιές, καστανιές, βελανιδιές και φοίνικες. Η λάβα και η ηφαιστειακή στάχτη που σκέπασαν, σε κάποια φάση, το δάσος συνετέλεσαν στην απολίθωση. Τα ευρήματα είναι εντυπωσιακά: κορμοί μήκους 5-10 μ. και διαμέτρου 50-80 εκ., στους οποίους διακρίνεται ο φλοιός και οι δακτύλιοι, και ανάμεσά τους ω μοναδικοί απολιθωμένοι φοίνικες που έχουν βρεθεί στην ηπειρωτική Ελλάδα.
Η ανασκαφή έφερε επίσης στο φως θαλάσσια απολιθώματα όπως κοχύλια, σαλιγκάρια, αστερίες, μύδια, καθώς και το δόντι ενός τεράστιου καρχαρία.
Στο Μουσείο Απολιθωμένου Δάσους που βρίσκεται στο Νόστιμο θα θαυμάσετε τα μοναδικά αυτά ευρήματα.                           (τηλ: 24670-84588, 24670-84566).

ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΟΣ ΛΙΜΝΑΙΟΣ ΟΙΚΙΣΜΟΣ
Ο οικισμός του Δισπηλιού απέχει 7 χλμ. από την πόλη της Καστοριάς, είναι ένας από τους αρχαιότερους λιμναίους οικισμούς που ανακαλυφθήκαν στην Ευρώπη και μας δίνει μια πλήρη εικόνα ενός πρώιμου πολιτισμού με θαυμαστά για την εποχή επιτεύγματα. Βρίσκεται στη νότια όχθη της λίμνης και αποκαλύφθηκε τυχαία το 1932. Είναι ο πρώτος λιμναίος οικισμός που ανασκάπτεται στην Ελλάδα. Από το 1992 η σκαπάνη του καθηγητή προϊστορικής αρχαιολογίας του ΑΠΘ και υπευθύνου των ανασκαφών Γ. Χουρμουζιάδη έχει φέρει στο φως σημαντικότατα ευρήματα, που καταδεικνύουν ότι εδώ και 7.500 χρόνια ο προϊστορικός άνθρωπος της περιοχής κατείχε την τεχνογνωσία να ψαρεύει, να κυνηγά με πρωτοποριακά για την εποχή όπλα και να καλλιεργεί τη γη με εξελιγμένα εργαλεία και, το κυριότερο, χάρασσε την πρώιμη γραφή σε ξύλο προκειμένου να καλύψει τις επικοινωνιακές του ανάγκες.
Στα 150 στρέμματα λιμναίας όχθης που καταλαμβάνει ο χώρος των ανασκαφών ολοκληρώνονται ταυτόχρονα, με βάση τα αρχαιολογικά ευρήματα, η διαμόρφωση αρχαιολογικού πάρκου και η φυσική αναπαράσταση μέρους του προϊστορικού οικισμού. Ο λιμναίος οικισμός απέχει περίπου 7 χλμ. από την Καστοριά. Στο Οικομουσείο διαμορφώθηκε μία αναπαράσταση του προϊστορικού λιμναίου οικισμού με καλύβες πάνω σε ξύλινες πλατφόρμες μέσα στη λίμνη, οι οποίες διαθέτουν σκεύη οικιακής χρήσης και εργαλεία της εποχής.
Οι όχθες της λίμνης της Καστοριάς παρουσιάζουν ιδανικές προϋποθέσεις για την ίδρυση του λιμναίου οικισμού, κοντά στις πηγές διατροφής, τα δασωμένα βουνά, την πλούσια σε ψάρια λίμνη, κοντά στις πηγές πρώτων υλών όπως τα δάση που τους τροφοδοτούσαν για τα σπίτια και τα μονόξυλά τους. Η άφθονη ξυλεία, η λίμνη και ο γόνιμος κάμπος προσέφεραν ικανοποιητικές προϋποθέσεις για τη δημιουργία άνετης ζωής στον ψαρά/κυνηγό/γεωργό με τα κριτήρια της εποχής εκείνης. Τα 3.000 περίπου άτομα που ζούσαν εδώ, ψάρευαν, κυνηγούσαν, καλλιεργούσαν τη γη, εξέτρεφαν κατοικίδια ζώα, κατασκεύαζαν εργαλεία και οικιακά σκεύη, γνώριζαν τη γραφή και τη μουσική.
Η κατασκευή των πλωτών μέσων, που είναι απαραίτητα για τη διαβίωση κοντά στη θάλασσα, τις λίμνες και τα ποτάμια, αποτέλεσαν το βασικό μέλημα των προϊστορικών ανθρώπων που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή του λιμναίου οικισμού. Η προϊστορική έρευνα εντόπισε στη λίμνη της Καστοριάς (Δισπηλιό) τα λείψανα εκτεταμένου νεολιθικού λιμναίου οικισμού και ίχνη ζωής σε ορισμένες από τις σπηλιές που υπάρχουν γύρω απ’ αυτήν.
Κατά την προϊστορική εποχή οι κατοικίες κτίζονταν μέσα στο νερό στις όχθες λιμνών και ποταμών. Εκεί κατασκευάζονταν καλύβες     – μέσα στο νερό – για την άμυνα των κατοίκων από τα άγρια θηρία και τις επιδρομές των εχθρών. Για τον σκοπό αυτόν έμπηγαν πασσάλους στα ρηχά νερά και πάνω στους πασσάλους κατασκευαζόταν δάπεδο στο οποίο κτιζόταν η καλύβα. Λείψανα τέτοιων οικισμών βρέθηκαν και σε άλλες περιοχές της Ευρώπης.
ΤΟ ΝΕΟΛΙΘΙΚΟ ΧΩΡΙΟ ΤΗΣ ΑΥΓΗΣ
Ένα νεολιθικό χωριό εντοπίστηκε στην περιοχή της Αυγής, σε απόσταση 8 χλμ. από τον λιμναίο οικισμό Δισπηλιού. Η εγκατάσταση αυτή χρονολογείται από το 5.500 π.Χ.
 Οι άνθρωποι που κατοικούσαν στον οικισμό καλλιεργούσαν σιτηρά και όσπρια και έκαναν εκτροφή αιγοπροβάτων, χοίρων και βοοειδών. Συμμετείχαν σε τοπικά και υπερτοπικά δίκτυα ανταλλαγών, μέσω των οποίων προμηθεύονταν πρώτες ύλες για την κατασκευή εργαλείων (πυριτόλιθο), καθώς και μη χρηστικά αγαθά (κοσμήματα από θαλασσινά όστρεα και μαλαχίτη). Ανάμεσα στα ευρήματα της νεολιθικής Αυγής περιλαμβάνονται ποικιλία εργαλείων, πήλινα αγγεία, ανθρωπόμορφα και ζωόμορφα ειδώλια, μία μικρή οστέινη φλογέρα, μια πήλινη σφραγίδα και κοσμήματα.

ΟΡΕΣΤΑΙ – ΟΡΕΣΤΙΑΔΑ
Ονομασία με μυθική καταγωγή από τον Ορέστη, γιο του Αγαμέμνονα, που κατοίκησε στην περιοχή. Στον Ορέστη οφείλει την ονομασία του το Άργος Ορεστικό, πόλη του Νομού Καστοριάς.

Ο ΔΗΜΟΣ ΤΗΣ ΚΑΣΤΟΡΙΑΣ
Η Καστοριά είναι η πρωτεύουσα του Νομού Καστοριάς και έδρα του ομωνύμου Δήμου. Ανασυστήθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τον πρώην ομώνυμο Δήμο με πληθυσμό 20.636 κατοίκους. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, στην ανατολικά όχθη της ομώνυμης λίμνης. Η Καστοριά είναι κτισμένη στο δυτικό τμήμα της μικρής χερσονήσου που εισχωρεί σαν γλώσσα στην ομώνυμη λίμνη, σε υψόμετρο 700 μ.
Αποτελεί το οικονομικό, εμπορικό και διοικητικό κέντρο του νομού. Είναι επίσης διεθνές κέντρο επεξεργασίας γούνας και δερμάτινων ειδών με μεγάλη παράδοση. Στον τομέα της βιοτεχνίας γουναρικών απασχολείται το μεγαλύτερο μέρος του εργατικού δυναμικού της πόλης. Η Καστοριά συνδέεται αεροπορικά με την Αθήνα μέσω του Διεθνούς Αεροδρομίου «Αριστοτέλης», που βρίσκεται στο Άργος Ορεστικό. Επίσης, διαθέτει άριστο συγκοινωνιακό οδικό δείκτης. Δια της Εγνατίας Οδού και των καθέτων αξόνων της, η πρόσβαση στο Νομό γίνεται εύκολα, γρήγορα και άνετα.

ΙΣΤΟΡΙΑ-ΜΝΗΜΕΣ
Η Καστοριά είναι μια από τις σπουδαιότερες, ομορφότερες και γραφικότερες πόλεις της Ελλάδας, με μια μακραίωνη ιστορία που δεν μπορεί να σβηστεί από τον χρόνο που περνά. Απόδειξη αυτού είναι τα πλούσια προϊστορικά και αρχαιολογικά ευρήματα ανθρώπινης εγκατάστασης κοντά στη λίμνη στο Δισπηλιό, το Αρμενοχώρι, το Νεολιθικό χωριό της Αυγής και αλλού. Πήρε το όνομά της από τον μυθικό ήρωα Κάστορα, γιο του Κρόνου.
Η σημερινή πόλη είναι κτισμένη στη θέση της αρχαίας πόλης των Ορεστών Μακεδόνων Κέλετρον, που αναφέρεται για πρώτη φορά από τον Τίτο Λίβιο. Στα χρόνια του Διοκλητιανού (περ. 300 μ.Χ.) το Κέλετρον φαίνεται ότι είχε την εύνοια του αυτοκράτορα, ο οποίος ξανάχτισε την πόλη, μετονομάζοντάς την σε Διοκλητιανούπολη. Η ονομασία αυτή, σύμφωνα με τον βυζαντινό ιστορικό Προκόπιο, διατηρήθηκε έως τον 6ο αιώνα, οπότε η πόλη ερημώθηκε από τις βαρβαρικές επιδρομές ώσπου την οχύρωσε ο Ιουστινιανός («οχυρωτάτην εδείματο») μερικοί ερευνητές υποστηρίζουν ότι την ονόμασε Ιουστινιανούπολη. Ωστόσο, ύστερα από λίγους αιώνες επικράτησε η ονομασία Καστοριά, που έχει παραμείνει έως τις μέρες μας.
Πιθανολογείται ότι τα τείχη στον στενό λαιμό της χερσονήσου, στη δυτική πλευρά, είναι έργο του Ιουστινιανού, ενώ από τους αιώνες εκείνους και έως τα τέλη του 9ου αιώνα δεν σώζονται μνημεία. Μόνο δύο μαρτυρίες από γραπτές πηγές μας αναφέρουν στοιχεία για τη ζωή της πόλης εκείνη την περίοδο: στον παρισινό κώδικα 1555α – των αρχών του 8ου αιώνα – μνημονεύεται η επισκοπή Κάστρων που ταυτίζεται με την Καστοριά, και ο Κεδρηνός αναφέρει ότι η αυτοκράτειρα Ειρήνη εξόρισε στην πόλη δύο συνωμότες, που συμμάχησαν με τον γιο της εναντίον της.
Κατά τον 10ο αιώνα η πόλη κατακτήθηκε δύο φορές από τους Βουλγάρους, ώσπου το 1018 ο Βασίλειος Βουλγαροκτόνος τους υπέταξε και επισκέφθηκε και ο ίδιος την Καστοριά. Στα χρόνια που ακολούθησαν μετά το 1018 η πόλη γνώρισε μεγάλη ακμή και άρχισε και η ανέγερση διαφόρων μνημείων. Εικάζεται ότι το νεότερο τείχος στα ανατολικά χτίστηκε εκείνη την εποχή, που η πόλη άρχισε να επεκτείνει τα όριά της. Έκτοτε οι γραπτές πηγές είναι πιο διαφωτιστικές. Η Άννα Koμνηνή, ο Ακροπολίτης, ο Κατακουζηνός, ο Παχυμέρης και άλλοι βυζαντινοί συγγραφείς παρέχουν πολύτιμες πληροφορίες για τον τόπο, ενώ παράλληλα τα ίδια τα μνημεία συνηγορούν στις μαρτυρίες για την ακμή της πόλης. Σύμφωνα με τον Gregoire, τον φημισμένο Βέλγο ειδικό της Βυζαντινής τέχνης: Η πόλη αυτή μπορεί να γράψει μόνη της την ιστορία της Βυζαντινής τέχνης.
Το 1083 η Καστοριά κυριεύθηκε για λίγους μήνες από τους Νορμανδούς. Στα μέσα του 12ου αιώνα διοικητής της πόλης ήταν ο Ανδρόνικος Κομνηvός, τον οποίο έστειλε ο αυτοκράτορας Μανουήλ (1143-80), προκειμένου να τον απομακρύνει από τη βασιλεύουσα. Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους (1204), Οι Βούλγαροι επωφελήθηκαν από τη γενική εξασθένηση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας και κυρίευσαν την Καστοριά. Ωστόσο, η βουλγαρική κατοχή δεν διήρκεσε πολύ, αφού μετά από μικρό χρονικό διάστημα η πόλη περιήλθε στην ηγεμονία του Δεσποτάτου της Ηπείρου.
Ολόκληρο τον 13ο και κατά τον 14ο αιώνα η Καστοριά γνώρισε νέα ακμή, μολονότι στα μέσα του 14ου αιώνα κατελήφθη για λίγα χρόνια από τους Σέρβους και για λίγους μήνες από τους Αλβανούς. Τέλος, το 1385 πέρασε στην κατοχή των Τούρκων και παρέμεινε σε αυτούς έως το 1912.
Την περίοδο της τουρκοκρατίας η Καστοριά διατήρησε την οντότητά της: Παρουσίασε ανάπτυξη στο εμπόριο και στη βιοτεχνία και, όπως όλες οι ελληνικές κοινότητες, είχε ένα είδος αυτονομίας. Ιδιαίτερα η επεξεργασία των γουναρικών προσέδωσε στην πόλη πλούτο και στάθηκε αφορμή για στενή επικοινωνία με τις ευρωπαϊκές πόλεις. Χτίστηκαν σχολεία και εκκλησίες, διατηρώντας τη βυζαντινή καλλιτεχνική κληρονομιά, και αποτέλεσε κέντρο χριστιανικού πολιτισμού και εθνικού φρονήματος. Η αστική αρχιτεκτονική του 180υ και 190υ αιώνα μαρτυρεί την οικονομική ακμή της πόλης.

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΚΑΣΤΟΡΙΑΣ
Είναι Μητρόπολη της Εκκλησίας της Ελλάδος (Νέες Χώρες) με έδρα την Καστοριά. Στην δικαιοδοσία τους υπάγονται 122 ενοριακοί ναοί, στους οποίους υπηρετούν 86 κληρικοί. Για την πλέον άρτια και εύρυθμη περιφερειακή οργάνωση υφίστανται οι παρακάτω αρχιερατικές επιτροπείες: Καστοριάς, Άργους Ορεστικού, Κορησού, Αετού, Τοιχιού, Πεντάβρυσου, Αγίου Αντωνίου, Λαχανόκηπων, Μεσσοποτομίας, Διποταμίας, Νεστορίου και Επταχωρίου.
Στην περιφέρειά της λειτουργούν τα ανδρικά μοναστήρια Αγίων Αναργύρων Μελισσότοπου (1080), Αγίας Παρασκευής Βασιλειάδας, Αγίου Γεωργίου Επταχωρίου, Κοιμήσεως Θεοτόκου – Παναγίας Μαυριώτισσας (1082) και τα γυναικεία Γενεθλίου της Θεοτόκου Κλεισούρας (1450), Αγίου Νικολάου Τσιριλόβου (1500) και Παναγία Φανερωμένη Αγίας Κυριακής.
Στον τομέα της πνευματικής διακονίας λειτουργούν ενοριακά κέντρα νεότητας, υπηρεσίες εκπαιδευτηρίων, ασθενών, στρατού, συμπαράστασης οικογένειας, σχολή βυζαντινής μουσικής, καθώς και ραδιοφωνικός σταθμός, βιβλιοπωλείο, μουσείο εκκλησιαστικής τέχνης κ.ά. Στα πλαίσια της φιλανθρωπικής διακονίας υφίστανται 400 ενοριακά φιλόπτωχα ταμεία και ένα γενικό, το γηροκομείο Λαζάρου και Αθηνάς Λ. Ρίζου, ταμείο αλληλοβοήθειας κληρικών, ταμείο υποτροφιών, μορφωτικό και επικοινωνιακό κέντρο κ.ά.
Τοπικοί άγιοι είναι ο Άγιος Μηνάς (πολιούχος Καστοριάς), ο Άγιος Ιάκωβος νεομάρτυρας, ο Άγιος Διονύσιος «εκ Κορησού», ο Άγιος Θεοδόσιος «εκ Κορησού», ο Όσιος Ναούμ και ο Άγιος Νικάνορας. Επικεφαλής της Ιεράς Μητροπόλεως Καστοριάς είναι ο Σεβασμιότατος Επίσκοπος κ.κ. Σεραφείμ.

ΒΥΖΑΝΤΙΝΑ ΚΑΙ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΑ ΜΝΗΜΕΙΑ
ΤΗΣ ΚΑΣΤΟΡΙΑΣ

Ε  Κ  Κ  Λ  Η  Σ  Ι  Ε  Σ
Οι ογδόντα περίπου εκκλησίες χρονολογούνται από τον 9ο μέχρι τον 14ο αιώνα. Βρίσκονται εντός και εκτός του τείχους και αποτελούν αριστουργήματα της βυζαντινής τέχνης. Είναι χτισμένες στον τύπο της τρίκλιτης κεραμοσκέπαστης βασιλικής, του ξυλόστεγου μονόχωρου δρομικού ναού και σπανιότερα του τρίκογχου ναού με τρούλο.
Χαρακτηριστική είναι η πλινθοπερίκλειστη τοιχοποιία τους, δηλαδή οι τοίχοι φτιάχνονται με πέτρες που περιβάλλονται από πλίνθους, καθώς και από πλίνθινα διακοσμητικά στοιχεία, συνήθως ήλιους, κύκλους και μονογράμματα.
Η Καστοριά, με την πληθώρα βυζαντινών και μεταβυζαντινών μνημείων που διατηρεί, θεωρείται ένα μεγάλο ζωντανό μουσείο. Τα μνημεία χρονολογούνται από το τέλος του 9ου αιώνα και φτάνουν μέχρι τα τελευταία αρχοντικά του 19ου αιώνα, ενώ ο επισκέπτης συναντά πολυάριθμες εκκλησίες ανάμεσα στα πυκνοχτισμένα σπίτια ή και στις αυλές τους, καθώς οι περισσότερες είναι οικογενειακά παρεκκλήσια. Από τις επιγραφές τους συμπεραίνεται ότι χτίστηκαν ή διακοσμήθηκαν από Καστοριανούς μετανάστες, εξόριστους άρχοντες, κατοίκους μιας συνοικίας ή μιας ολόκληρης συντεχνίας.
Εκείνο που έχει ιδιαίτερη σημασία και τις χαρακτηρίζει είναι ότι ακολουθούν τα κοινά ρεύματα της τέχνης που διατρέχουν το έθνος σε κάθε εποχή. Σήμερα διατηρούνται περίπου ογδόντα εκκλησίες (αρκετές ανακαινισμένες), τμήματα από τα βυζαντινά τείχη της πόλης, λίγα τουρκικό κτίσματα, πολλά αρχοντικά και πλήθος φορητών εικόνων, γλυπτών και άλλων κειμηλίων.
Οι σημαντικότερες από τις εκκλησίες που ανάγονται στη βυζαντινή εποχή είναι οι Άγιοι Ανάργυροι, ο Άγιος Νικόλαος Κασvίτζης, ο Άγιος Στέφανος, η Παναγία η Κουμπελίδικη, η Παναγία η Μαυριώτισσα και ο Ταξιάρχης της Μητρόπολης, ενώ ο Άγιος Αθανάσιος (1384) είναι το τελευταίο μνημείο που χτίστηκε πριν πέσει η πόλη στα Χέρια των Τούρκων (1385).
Οι 75 και οι άλλες εκκλησίες της Καστοριάς είναι δείγματα ενός υψηλού πολιτισμού και κοινωνικότητας της πόλης. Μπορεί κανείς να δει εδώ τον αρχιτεκτονικό ρυθμό της Βασιλικής σε εκκλησίες όπως ο Άγιος Στέφανος, οι Άγιοι Ανάργυροι, οι Ταξιάρχες, μονόκλιτες βασιλικές όπως ο Άγιος Νικόλαος του Κασνίτζη, το Μοναστήρι της Παναγίας της Μαυριώτισσας και η Παναγία Κουμπελίδικη. Όλες είναι εκπληκτικά χτισμένες με εξαιρετική δομή, χρησιμοποιώντας ντόπια υλικά με περίπλοκα σχήματα και χρώματα που βγήκαν από το καλό γούστο των μαστόρων. Οι εξωτερικοί τοίχοι είναι στολισμένοι με κεραμικές συνθέσεις. Οι εσωτερικές τοιχογραφίες έχουν μεγάλη εκφραστική δύναμη και εξηγούν τη μεταφυσική του χριστιανισμού και του ελληνοχριστιανικού πνεύματος.

Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΟΥ ΔΡΑΚΟΥ
Στις περιοχές όπου τα βραχόβουνα συναντούν τις όχθες της λίμνης έχει εντοπιστεί ένας αριθμός σπηλαίων. Η Σπηλιά του Δράκου βρίσκεται στη βόρεια πλευρά της χερσονήσου, κοντά στο παρεκκλήσι του Αγίου Νικολάου της Μονής της Παναγίας της Μαυριώτισσας. Σύμφωνα με την παράδοση, στο σπήλαιο υπήρχε ένα χρυσωρυχείο που το φύλαγε ένας άγρυπνος δράκος. Το 1968 έγινε η χαρτογράφηση του σπηλαίου, οπότε αποκαλύφθηκαν στο εσωτερικό του 7 υπόγειες λίμνες, 10 αίθουσες διαφόρων διαστάσεων (η μεγαλύτερη 45 x 17 μ.) και 5 διάδρομοι-σήραγγες. Το μεγαλύτερο βάθος από την είσοδο φτάνει τα 18 μ. και η μέση θερμοκρασία είναι 16 - 18οC. Στο σπήλαιο που είναι από τα εντυπωσιακότερα, έχουν βρεθεί οστά αρκούδας των σπηλαίων ηλικίας 10.000 χρόνων. Το θαυμάσιο αυτό σπήλαιο φημίζεται για το φυσικό του κάλλος, την απαράμιλλη ομορφιά αλλά και για τη γεωλογική και σπηλαιολογική του αξία. Βρίσκεται σε μικρή απόσταση από την Καστοριά και κοντά στη Μονή της Παναγίας της Μαυριώτισσας, στη νότια ακτή της λίμνης και στους πρόποδες του Βουνού, στην κορυφή του οποίου δεσπόζει το εκκλησάκι του Αγίου Αθανασίου (υψόμετρο 888μ.),  απ’ όπου μπορεί να έχει κανείς πανοραμική θέα της λίμνης, της οροσειράς του Γράμμου, του ορεινού συμπλέγματος Βιτσίου, τις κορυφές του Βοΐου, τις νότιες κορυφές του όρους Άσκι ή Σινιάτσικο, την Αλεβίτσα που καθορίζει τα όρια του Νομού Καστοριάς με την Αλβανία, τον ποταμό Αλιάκμονα και ό,τι μπορεί να δει κανείς από μια περίοπτη θέση που προκαλεί τον θαυμασμό των μαγευτικών τοπίων.

Ο ΠΟΤΑΜΟΣ ΑΛΙΑΚΜΟΝΑΣ
Ο ποταμός Αλιάκμονας, ο μεγαλύτερος της Ελλάδας, με μήκος 297 χλμ., πηγάζει από τον ορεινό όγκο του Γράμμου και εκβάλλει στο Θερμαϊκό κόλπο. Είναι ο μοναδικός ποταμός της Δυτικής Μακεδονίας και αποτελεί έναν σημαντικό υδροβιότοπο και έναν από τους πλουσιότερου ς υδάτινους πόρους της περιοχής. Στις όχθες του ποταμού υπάρχουν πυκνά δάση φυλλοβόλων δένδρων που δημιουργούν ένα σύνθετο οικοσύστημα εξαίρετης ομορφιάς.
Στον Αλιάκμονα υπάρχουν 30 περίπου είδα ψαριών, ανάμεσά τους πέστροφες, μπράνες, κέφαλοι, συρτάρια. Το ψάρεμα με καλάμι στις όχθες του ποταμού επιτρέπεται όλο το χρόνο, εκτός από την περιοχή αναπαραγωγής των ψαριών. Η ποικιλία των πουλιών που έχουν παρατηρηθεί στην περιοχή είναι μεγάλη και περιλαμβάνει κάποια σπάνια, προστατευόμενα είδη. Μερικά από τα πουλιά που αναπαράγονται κοντά στο ποτάμι είναι: ο σφηκιάρης, ο ασπροπάρης, ο φιδαετός, η πετροπέρδικα, το ποταμογλάρονο, η Χαλκοκουρούνα.



ΟΡΟΣΕΙΡΕΣ ΓΡΑΜΜΟΥ-ΒΙΤΣΙΟΥ
Οι οροσειρές αυτές συνιστούν μια συνεχή ενότητα και πλέον του ιστορικού τους ενδιαφέροντος (Επανάσταση 1821 – Μακεδονικός Αγώνας – Κατοχή – Εμφύλιος), είναι και τόποι απείρου κάλλους.

ΓΡΑΜΜΟΣ
 Ο ορεινός όγκος του Γράμμου είναι ένας τόπος ασύγκριτης ομορφιάς και ίσως ένας από τους λιγοστούς ανεξερεύνητους προορισμούς της Ελλάδας. Βρίσκεται στα σύνορα με την Αλβανία και η ψηλότερη κορυφή του φτάνει τα 2.520μ.
Οι κορυφές του διακρίνονται για τα εκτεταμένα λιβάδια, τους αλπικούς ποταμούς, τα παρθένα δάση οξιάς, δρυός, έλατου, καστανιάς, πλατάνου και πεύκου.
Ανάμεσα στα πολλά είδη πουλιών που ζουν και αναπαράγονται εδώ είναι: ο σφηκιάρης, ο φιδαετός, ο χρυσαετός, η πετροπέρδικα, η σταχτοτσικλητάρα, ο δρυομυγοχάφτης, η κοκκινοκαλακούδα, ο κούρκος, το χαροπούλι.
Οι περιηγήσεις στα δαιδαλώδη μονοπάτια του βουνού είναι συναρπαστικές, γεμάτες εκπλήξεις. Οι εναλλαγές του τοπίου, το πέρασμα από τα σκιερά δάση στα αλπικά λιβάδια με τα ανθισμένα λουλούδια, ο ήχος των τρεχούμενων νερών προσφέρουν στον επισκέπτη μοναδικές συγκινήσεις.

ΒΙΤΣΙ
Το Βίτσι, με τις δασωμένες πλαγιές και τη σπάνιο χλωρίδα και πανίδα του, είναι από τους πιο ενδιαφέροντες προορισμούς για τους φυσιολάτρες επισκέπτες.
Η ψηλότερη κορυφή αυτού του σημαντικού βιότοπου, που αποτελεί το φυσικό σύνορο των Νομών Φλώρινας και Καστοριάς, είναι τα 2.126 μ. Από τους πρόποδες του βουνού μέχρι και τα 1.000 μ. κυριαρχούν οι δρύες, ενώ από το σημείο αυτό και μέχρι τα υψηλότερα σημεία με τα αλπικά λιβάδια κυριαρχεί η οξιά με πολύ πυκνά και αδιαπέραστα δάση.
Η περιοχή χαρακτηρίζεται από την παρουσία περισσοτέρων από σαράντα σημαντικών φυτικών ομάδων, αλλά και πλούσιας πανίδας με κυριότερα ζώα την απειλούμενη με εξαφάνιση αρκούδα, τον λύκο, το ζαρκάδι και το αγριογούρουνο.
Το Βίτσι προστατεύεται σε εθνικό επίπεδο ως καταφύγιο θηραμάτων. Ο περιηγητής έχει την ευκαιρία να εξερευνήσει το δάσος και να παρατηρήσει τα σπάνια είδη πουλιών που φωλιάζουν σε αυτό.
Σε απόσταση 22 χλμ. από την πόλη της Καστοριάς λειτουργεί το πολύ καλά οργανωμένο χιονοδρομικό κέντρο του Βιτσίου. Βρίσκεται στο δρόμο που οδηγεί από την Καστοριά στη Φλώρινα, στα βόρειο του χωριού Πολυκέρασος. Οι τρεις πίστες που λειτουργούν είναι χαραγμένες σε πυκνό δάσος με κοινή αφετηρία και εξυπηρετούνται από το ίδιο lift.

ΜΙΑ ΕΠΙΤΥΧΗΜΕΝΗ ΠΟΡΕΙΑ ΕΞΙ ΑΙΩΝΩΝ
Η Καστοριά είναι σε παγκόσμιο επίπεδο ένα από τα σημαντικότερα κέντρα παραγωγής και διάθεσης γούνας. Η μακρόχρονη παράδοση, η άριστη ποιότητα και οι διεθνείς διασυνδέσεις που έχουν με τα χρόνια δημιουργηθεί, καθιστούν τη γουνοποιία έναν από τους σημαντικότερους εξαγωγικούς τομείς της χώρας καθώς και ένα εξαιρετικά παραγωγικό κομμάτι της εθνικής οικονομίας.
Η γουνοποιία αποτελεί για την περιοχή της Καστοριάς τη σημαντικότερη οικονομική δραστηριότητα. Η τέχνη της επεξεργασίας της γούνας και η εμπορία των ειδών παραγωγής της αναπτύχθηκε κατά τη Βυζαντινή περίοδο και από τότε μέχρι και σήμερα η περιοχή της Καστοριάς εξελίχθηκε και έγινε το κυριότερο κέντρο παραγωγής γουναρικών και το κέντρο του παγκόσμιου ενδιαφέροντος στο χώρο του εμπορίου γούνας και μοναδικό κέντρο επεξεργασίας της στον ευρωπαϊκό χώρο.
Η τέχνη της κατασκευής γουναρικών αναπτύχθηκε πιθανόν όταν οι πρώτοι Καστοριανοί τεχνίτες μαθήτευσαν στην Κωνσταντινούπολη. Τον 16ο και 17ο αιώνα η συντεχνία των Καστοριανών γουναράδων της Πόλης βρίσκεται στην ακμή της και πολλά από τα μέλη της κατέχουν θέσεις με μεγάλο κύρος και επιρροή.
Στην τουρκοκρατία η ζήτηση για γούνες ήταν μεγάλη, γιατί οι Τούρκοι αγαπούσαν τα γούνινα πολυτελή ρούχα αλλά και γιατί οι στολές των αξιωματικών είχαν γούνινα κομμάτια. Τα πρώτα χρόνια χρησιμοποιούσαν δέρματα από ολόκληρα ζώα, αργότερα όμως, τον 18ο  αιώνα, παρουσιάστηκε έλλειψη ζώων, οπότε οι Καστοριανοί γουναράδες έφτιαχναν θαυμάσια ρούχα από αποκόμματα.
Το κέντρο εμπορίας της γούνας ήταν η Λειψία, όπου μια φορά το χρόνο, κάθε Κυριακή του Θωμά, οι έμποροι προμηθεύονταν τα δέρματα για να τα επεξεργαστούν.
Οι Καστοριανοί απέκτησαν μεγάλη φήμη για την τέχνη τους, ανοίχτηκαν σε αγορές έξω από τα όριο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και δημιούργησαν αντιπροσωπείες στην Ευρώπη και τη Ρωσία. Η ευμάρεια της εποχής αυτής αποτυπώνεται στα αρχοντικά της πόλης.
Τον 19ο αιώνα η γούνα κατακτά πλέον όλο τον κόσμο και γίνεται το «πρέπει» της κομψότητας. Τότε ακριβώς (1894) γίνεται και η πρώτη εισαγωγή μηχανών συρραφής των αποκομμάτων στην Καστοριά και ο κλάδος της γουνοποιίας αρχίζει να εκμηχανίζεται, προσαρμοζόμεvος πλέον στη σχετική με την εποχή τεχνολογία.
Η ανάπτυξη όμως της γουνοποιίας και η άνθηση του εμπορίου των οδών παραγωγής της είχε σαν αποτέλεσμα από τον 19ο αιώνα ένας σημαντικός αριθμός κατοίκων της περιοχής να ταξιδέψουν σ’ όλο τον κόσμο και να δημιουργήσουν ένα πλήθος από οικονομικά ακμάζουσες παροικίες. Οι πιο ονομαστές και γνωστές παροικίες Καστοριανών είναι της Νέας Υόρκης, του Τορόντο και Μόντρεαλ του Καναδά, του Παρισιού και της Φραγκφούρτης. Επίσης, οικονομικά και εμπορικά κέντρα γουναρικών με μεγάλη δραστηριότητα λειτουργούν στη Μόσχα, στο Ντουμπάι, στην Κύπρο και αλλού.
Σήμερα σε όλες σχεδόν τις μεγαλουπόλεις του κόσμου, όπως τη Ν. Υόρκη, το Παρίσι, το Μόναχο, τη Λειψία, τη Φραγκφούρτη, την Ισπανία, τη Ρωσία, την Ιταλία, την Ουκρανία, την Κύπρο, το Ντουμπάι και αλλού, υπάρχουν Καστοριανοί που τροφοδοτούν την παγκόσμια αγορά με πανέμορφα δείγματα της καστοριανής τέχνης και τεχνικής. Η περιοχή της Καστοριάς ως ένα από τα σημαντικότερα παγκοσμίως κέντρα κατεργασίας, βαφής, επεξεργασίας και πώλησης ετοίμων γουναρικών, των φημισμένων «καστοριανών γουναρικών», είναι και κέντρο δημιουργίας εμπνευσμένης μόδας γουναρικών και δερματίνων ειδών.
Η επεξεργασία της γούνας γίνεται με τον ίδιο παραδοσιακό τρόπο εδώ και πεντακόσια χρόνια. Τα δέρματα προέρχονται από μικρά ζώα που εκτρέφονται εντός και εκτός Ελλάδας. Το ταίριασμα των κομματιών και το ράψιμο απαιτούν εξειδίκευση, πολλή υπομονή και προσοχή. Οι γούνες, που βλέπει κανείς παντού περπατώντας μέσα στην πόλη είναι έργα μιας υψηλής τέχνης και τεχνικής που περνά από γενιά σε γενιά.
Με το τέλος του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου και ειδικά μετά το 1950 ο κλάδος γνωρίζει αλματώδη εξέλιξη. Χάρη στην απαράμιλλη τεχνική και στο μεράκι των γουνοποιών η περιοχή της Καστοριάς καθίσταται το κυριότερο διεθνές κέντρο επεξεργασίας γουναρικών.
Σήμερα ο κλάδος της γουνοποιίας λειτουργεί με μια βάση που διασφαλίζει την υπεύθυνη χρήση μιας ανανεώσιμης φυσικής πηγής πρώτων υλών. Δεν μολύνει και δεν διαταράσσει το οικολογικό μας σύστημα, αφού η πρώτη ύλη προέρχεται από εκτροφεία αυστηρών προδιαγραφών – για τις ευνοϊκές συνθήκες διαβίωσης των γουνοφόρων ζώων – με απόλυτο σεβασμό των διεθνών κανόνων που έχουν θεσπιστεί για τη διαχείριση του οικοσυστήματος.
Ο κλάδος διατηρεί παραδοσιακή μορφή επεξεργασίας. Τα μυστικά της τέχνης της γούνας κληροδοτούνται από γενιά σε γενιά με αποτέλεσμα η σύγχρονη εξέλιξη του κλάδου να συμπληρώνεται για να μην απομακρύνεται από την παράδοση, έτσι ώστε η παραγωγή να διατηρεί την ιδιαιτερότητα που την κάνει να ξεχωρίζει στη διεθνή αγορά. Γι’ αυτό και κάθε γουναρικό είναι μοναδικό και αποτελεί για το δημιουργό του και για αυτούς που το φορούν ένα έργο υψηλής ποιότητας και τεχνικής.

Η ΓΟΥΝΑ
Η γούνα είναι δέρμα θηλαστικού ζώου, το τρίχωμα του οποίου υφίσταται επεξεργασία με σκοπό να χρησιμοποιηθεί ως ένδυμα καθώς και για φοδράρισμα ή στόλισμα ενδυμάτων. Η γούνα είναι συνήθως πιο σκούρα στην πλάτη παρά στα πλευρά ή στην κοιλιά του ζώου. Συνήθως στις ψυχρές περιοχές του πλανήτη τα ζώα έχουν άσπρη γούνα, ενώ στις χώρες με ζεστό ή εύκρατο κλίμα η γούνα των ζώων μπορεί να έχει διάφορα χρώματα, να είναι μονόχρωμη ή με ραβδώσεις. Σε μερικά είδη (π.χ. ερμίνα, πολική αλεπού, κουνάβι των Άλπεων) που ζουν σε περιοχές σκεπασμένες με χιόνι τον χειμώνα, η γούνα γίνεται άσπρη στις αρχές του φθινοπώρου και ξαναπαίρνει το κανονικό χρώμα της την άνοιξη.
Η γούνα μπορεί να έχει διαφορετικό χρώμα ανάλογα με το φύλο του ζώου και να αλλάζουν μερικά χαρακτηριστικά της με το πέρασμά του από τη νεανική στην ώριμα ηλικία. Παράδειγμα τέτοιας αλλαγής δίνει το πρόβατο καρακούλ, η γούνα του οποίου – μαύρη με ανταύγειες και γυαλιστερά, που έχει την εμπορική ονομασία breitschwaηz ή αστραχάν – θεωρείται πολυτιμότατη όταν το ζώο είναι νεογέννητο ή πάντως πολύ νέο. Επειδή είναι δύσκολο να βρεθούν ζώα για γούνα σε αριθμό ανάλογο με τις απαιτήσεις της αγοράς, τις τελευταίες δεκαετίες διαδόθηκε η εκτροφή διαφόρων ειδών. Η εκτροφή αυτή, που στην Κίνα γινόταν από την αρχαιότητα, έχει σήμερα οργανωθεί συστηματικά σε πολλές χώρες. Τα ακατέργαστα δέρματα των ζώων, αφού υποβληθούν σε συστηματική και ποιοτική επεξεργασία, χρησιμοποιούνται ως ενδύματα. Στη φωτογραφία Καστοριανός μεταφέρει ακατέργαστα δέρματα σε ένα από τα πολλά βυρσοδεψείο και βαφεία της Καστοριάς. Τύποι γούνας με μεγάλη ζήτηση είναι το βιζόν (miηk), οι αλεπούδες, το μπίβερ (κάστορας), τα νούτρια, τα ρακούν, αστρακάν Μπουχάρας (Ασία), τσιντσιλά (Νότια Αμερική), ζιμπελίνα (σαμούρι) και πολλά άλλα.
Τώρα πλέον οι γούνες χρησιμοποιούνται κατά κόρον από τους οίκους υψηλής ραπτικής όπως οι Christiaη Dior, Giorgio Armaηi, Gucci, Roberto Gavalli, Versace, Soηia R ykiel, Louis Vuittoη, Valeηtiηo, Julieη McDoηald, Dolce & Gabbaηa, Salvatore Ferragamo, Prada, Missoηi, ακόμα και από μερικούς που αντιμετώπιζαν τη γούνα με σκεπτικισμό όπως οι Paul Smith, Calviη Kleiη κ.ά.
Σήμερα η Καστοριά δεν είναι μόνον το κέντρο κατεργασίας, βαφής, επεξεργασίας, παραγωγής και πώλησης ετοίμων γουναρικών, αλλά και κέντρο δημιουργίας εμπνευσμένης μόδας γουναρικών και δερματίνων ειδών. Σχεδιαστές μόδας, όπως οι Αθανάσιος και Χαράλαμπος Κρίκης, με άριστες σπουδές σε φημισμένα πανεπιστήμια της Νέας Υόρκης και του Λονδίνου, είναι δημιουργοί μόδας που σχεδιάζουν γουναρικά και δερμάτινο είδη με την τελευταία λέξη της μόδας. Με τη συμμετοχή τους σε Διεθνείς Εκθέσεις Μόδας όπου παρουσίασαν τις κολεξιόν τους όπως του Τόκιο, του Μιλάνου, της Μόσχας, του Τορόντο, της Καστοριάς κ.α. πρόβαλλαν την καστοριανή μόδα ώστε να γίνει ευρύτερα γνωστή σε διεθνή κλίμακα. Επίσης γνωστός σχεδιαστής είναι και ο Λάζαρος Σαββίδης, με σπουδές στο Παρίσι.
Ο επισκέπτης της Καστοριάς μπορεί να θαυμάσει τα πανέμορφα δείγματα της καστοριανής τέχνης σε πλήθος από καταστήματα της πόλης και έχει τη δυνατότητα να τα αγοράσει σε τιμές προσιτές, σίγουρος για τη μοναδικότητα της ποιότητας τους. Από την άνοιξη του 1976 ο Σύνδεσμος Γουνοποιών Καστοριάς – πρόεδρος ο καινοτόμος γουνοποιός κ. Λάζαρος Παπαδαμιανός – διοργανώνει κάθε χρόνο την Ετήσια Διεθνή Έκθεση Γούνας Καστοριάς, η οποία αποτελεί μια από τις σημαντικότερες εκθέσεις γούνας με διεθνή ακτινοβολία και θεωρείται το μεγαλύτερο εμπορικό γεγονός στην περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας.
Η Καστοριά, παράλληλα με την οικονομική της άνθηση, έχει να επιδείξει από πολύ νωρίς και μέχρι σήμερα τεράστιο έργο στον τομέα των γραμμάτων, των τεχνών, των επιστημών, της πολιτικής δημοσιογραφίας. Πληθώρα Καστοριανών, με δράση στο μητροπολιτικό χώρο ή στο χώρο της διασποράς, αναδείχθηκαν προσωπικότητες πανελλαδικής και διεθνούς εμβέλειας. Εθνικοί ευεργέτες, λόγιοι, θετικοί και θεωρητικοί επιστήμονες, διακεκριμένοι πολιτικοί, πεζογράφοι, ποιητές, δημοσιογράφοι, μουσικοί και ζωγράφοι τιμούν την Ελλάδα και υπηρετούν το Έθνος, λαμπρύνοντας με τη δράση και τα επιτεύγματά τους την ιστορία της Καστοριάς και τον πολιτισμό γενικότερα.

Γεώργιος Μανωλάκης
ο επονομαζόμενος Καστοριανός (1620-1689)
Γεννήθηκε στην Καστοριά στα 1620 περίπου. Μεγαλέμπορος γουναρικών και εθνικός ευεργέτης, αναφέρεται επίσης ως Καστοριεύς. Μπορεί να θεωρηθεί ο πρώτος Έλληνας ο οποίος δικαιούται τον τίτλο του εθνικού ευεργέτη.
Γόνος γουναράδων της Καστοριάς, ασχολήθηκε από πολύ νέος με το εμπόριο των γουναρικών. Εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη πριν το 1640 και με την εργατικότητά του κατάφερε να γίνει αρχιγούναρης στο «εσνάφιο-ρουφέτιο» (σωματείο) των γουναράδων και να γίνει πρόεδρος του διοικούντος συμβουλίου, δηλ. πρωτομάϊστορας. Ως τέτοιος έπαιρνε ενεργό μέρος στην εκλογή πατριάρχη. Μετείχε στη Γεν. Συνέλευση του Πατριαρχείου για τις κοινοτικές υποθέσεις. Ειδικώς στο εσνάφι των γουναράδων ανετίθετο η κηδεμονία και η εφορία ελληνικών σχολείων καθώς και η εποπτεία της περιώνυμης Σχολής της Πάτμου και ο έλεγχος των λογαριασμών μοναστηριών του Αγίου Όρους. Ο Μανωλάκης, ως ιδιοφυής ρωμιός, έγινε και προμηθευτής σε γούνες του σουλτάνου Μεχμέτ Δ΄.
Ο Μανωλάκης δημιούργησε στενούς δεσμούς τόσο με προκρίτους του Γένους όσο και με εκκλησιαστικούς ηγέτες της εποχής. Πλούσιος άρχοντας και πανίσχυρος οικονομικός παράγοντας στην Κωνσταντινούπολη απολάμβανε πολλές ειδικές προνομίες στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η οικονομική του άνεση τον ανέδειξε προστάτη του Γένους, της Εκκλησίας και της παιδείας.
Έτσι, το 1661 επανίδρυσε την Πατριαρχική Σχολή της Κωνσταντινούπολης, για την οποία όχι μόνο αγόρασε ειδικό κτήριο στο Φανάρι, αλλά, σύμφωνα με μια σύγχρονη πηγή, ανέλαβε να χρηματοδοτεί και τρεις δασκάλους, «έναν δια τα κοινά [στοιχειώδη] γράμματα, να παγαίνει όποιο παιδί θέλει να μαθαίνει χωρίς πληρωμή, άλλον διδάσκαλον της κυκλοπαιδείας, [δηλαδή] γραμματικής, ρητορικής και λογικής, και έτερον τρίτον διδάσκαλον σοφόν και επιστήμονα φιλοσοφίας και θεολογίας. Και έξω από τούτους τους τρεις διδασκάλους δίδει [ο Μανωλάκης] εισόδημα να τρέφονται δώδεκα μαθηταί, να έχωσι την τροφή τους και τα ενδύματα τους από το σχολείον...».
Ίδρυσε επίσης σχολεία (τα οποία προικοδότησε με σημαντικά χρηματικά ποσά) στη Χίο (1661), στην Άρτα (1669), στην Πάτρα και στο Αιτωλικό. Είναι αν όχι τα μόνα, πάντως από τα ελάχιστα σχολεία που λειτουργούσαν τότε στην ελληνική Ανατολή. Έκανε επίσης γενναίες δωρεές στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, στα μοναστήρια του Αγίου Όρους και στο Πατριαρχείο Ιεροσολύμων, και προσέφερε 15.000 άσπρα[2] στο Μοναστήρι της Παναγίας της Μαυριώτισσας.
Τέλος, κατέβαλε της δαπάνες και τα υλικά για την ανακατασκευή του ναού της Γέννησης στη Βηθλεέμ. Συνοψίζοντας τη δράση του αυτή ένα πατριαρχικό σιγίλιο του 1663 χαρακτηρίζει τον Μανωλάκη «ως άλλον τινά χρυοορρόαν Νείλον, τοις της ελεημοσύνης ρεύμασι την οικουμένην καταρδεύοντα».

Γεώργιος Καστριώτης [3]
Σύμφωνα με τις υπάρχουσες πηγές του Κώδικα Μητροπόλεως Καστοριάς των ετών 1665-1769 ο εντιμότατος άρχοντας και μεγάλος κόμισος της Ουγγαροβλαχίας Γ. Καστριώτης κατήγετο από την Καστοριά. Με απόφασή του, που επικυρώθηκε το Δεκέμβριο 1706 και από τον Πατριάρχη Κωνσταντινούπολης Γαβριήλ, ιδρύει σχολείο «επί το διδάσκεσθαι και μανθάνειν τα των ομοπίστων αυτού χριστιανών παιδία τα ιερά της εκκλησίας γράμματα» στην πατρίδα του Καστοριά, στον περίβολο της Μονής Παναγίας του Μουζεβίκη (σήμερα Αγίου Μηνά) και αναλαμβάνει να πληρώνει όλα τα έξοδα λειτουργίας της σχολής (βιβλίων, δασκάλων, επιτρόπων, σίτισης και διαμονής μαθητών) από τα χρήματα που έχει κατατεθειμένα στην Τζέκα (τράπεζα) της Βενετίας, 6.392 δουκάτα.
Κατά τον Ι. Βασδραβέλλη η Σχολή Καστριώτη είναι η πρώτη που χτίστηκε και λειτούργησε στην Καστοριά. Στις 20 Μαρτίου 1708 ο Καστριώτης ορίζει, με αυτόγραφες διατάξεις, για τη Σχολή Καστοριάς:
α)  τον τρόπο ανάληψης χρημάτων από την Τζέκα Βενετίας και προώθησής τους στην Καστοριά,
β) τον τρόπο και το ποσό πληρωμής δασκάλων, μαθητών, επιτρόπων και μητροπολίτη και
γ)   τα μαθήματα που θα διδάσκονται (ιερά κείμενα, γραμματική, οι ποιητές Χρυσολωράς, Κάτων, Φωκυλίδης κ. ά.).

Γεώργιος Κυρίτσης
Ο Γεώργιος Κυρίτσης κατήγετο από την Καστοριά και ίδρυσε στην ιδιαίτερή του πατρίδα, στα 1714, το «Ελληνικό Φροντιστήριο Ανωτέρων (της Ιερατικής Σχολής του Καστριώτη) Σπουδών» με πληρωμένα τα έξοδα συντήρησης του κτηρίου, 2 δασκάλων και 24 μαθητών. Στη Σχολή Κυρίτση διετέλεσε σχολάρχης ο Σεβαστός Λεοvτιάδης και δίδαξε περισσότερο από 10 χρόνια και ο μεγάλος θεολόγος, μαθηματικός και φιλόσοφος Μεθόδιος Ανθρακίτης           (1660-1749). Ο Γ. Κυρίτσης με δεύτερη διαθήκη του, που φέρει ημερομηνία    11 Ιανουαρίου 1716:
1. Αυξάνει τη χορηγία στη Σχολή για να μπορέσουν να σπουδάσουν περισσότερα παιδιά,
2. Διαθέτει διάφορα ποσά στο Άγιο Όρος, στη Μονή Σινά, σε φυλακισμένους, αιχμαλώτους, φτωχούς και σε εκκλησίες της Καστοριάς,
3. Τακτοποιεί τους λογαριασμούς του με συνεργάτες και συνεταίρους του στη Σμύρνη, στα Γιάννενα και στη Βενετία και
4. Ορίζει ότι, αν ο αδερφός του Θωμάς αμελήσει για την εκτέλεση, οι τόκοι των καταθέσεών του να δίνονται στο Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης, απ' όπου και θα στέλνονται στην Καστοριά για τη λειτουργία της Σχολής.

Κωνσταντίνος Μιχαήλ (1751 - 1816)
Για τον Κων. Μιχαήλ δεν έχουμε δυστυχώς πολλές βιογραφικές λεπτομέρειες. Γεννήθηκε στα 1751 στην Καστοριά, όπου και παρακολούθησε τα εγκύκλια γράμματα κοντά στον διακεκριμένο δάσκαλο Μιχαήλ Παπαγεωργίου, που καταγόταν από τη Σιάτιστα. Αργότερα, ίσως περί το 1766, πήγε στη Γερμανία και σπούδασε ιατρικά και φιλοσοφία. Άσκησε την ιατρικά στη Βιέννη όπου συνέγραφε και τη «Διαιτητική» στα 1794, με δύο επόμενες εκδόσεις στα 1809 και στα 1819. ΟΙ δύο τελευταίες εκδόθηκαν με πρόλογο του Σπ. Βλαντή από την τυπογραφία του «εξ Ιωαννίνων» Παν. Θεοδοσίου, που διατηρούσε τυπογραφείο στη Βενετία. Στις δύο αυτές εκδόσεις έχουν πασαλειφθεί τα «σημειώματα» ως μη αναγκαία και «ίνα γίνει προχειρότερον και χαριέστερον το βιβλίον».
Όμως τα σημειώματα της πρώτης εκδόσεως δεν στερούνται ενδιαφέροντος. Μετέφρασε επίσης την «Υγιεινή» του Tissot και έγραψε ένα επίγραμμα στον Θωμά τον Σιατιστέα. Μετά από νεότερη έρευνα διαπίστωσα ότι ο Μιχαήλ δεν διετέλεσε Μέγας Λογοθέτης του Κωνσταντίνου Μαυροκορδάτου, βοεβόδα της Ουγγροβλαχίας. Οπωσδήποτε όμως ο Κ. Μιχαήλ είναι γνωστός κυρίως από το βιβλίο του «Διαιτητική», που είναι αφιερωμένο στον Aηtoη νoη Stotk, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης και μυστικοσύμβουλο του αυτοκράτορα της Αυστρίας. Αυτή η αφιέρωση και η έκδοση του βιβλίου στη Βιέννη επιτρέπει την υπόθεση πως ο Κ. Μιχαήλ σπούδασε ή τουλάχιστον έμεινε εκεί ικανό χρόνο.
Τα όσα γράφει ο Κ. Μιχαήλ στον πρόλογο του βιβλίου του «Διαιτητική» δεν ήταν τόσο γνωστά την εποχή εκείνη και φανερώνουν τη μόρφωση και ευθυκρισία του. Το κείμενο του βιβλίου του θέλγει τον αναγνώστη. Από τις πρώτες κιόλας γραμμές φαίνεται ο πατριωτικός σκοπός του συγγραφέα, που ήθελε, μέσα στην αγραμματοσύνη και στην κακομοιριά των σκλαβωμένων Ελλήνων, να τους φέρει κάποια εκλαϊκευμένη παρηγοριά. Τη βιβλιοθήκη του, από 600 τόμους, τη δώρισε στα σχολεία της Καστοριάς.

Θωμάς Μανδακάσης (1723 - 1809)
Καταγόταν από την Καστοριά. Σπούδασε την ιατρική στη Ρωσία και τη Λειψία, όπου έζησε και άσκησε για μακρό διάστημα το ιατρικό επάγγελμα. Όλα του τα έσοδα από την άσκηση της ιατρικής τα διέθετε για την έκδοση ελληνικών βιβλίων για να μορφώνονται οι υπόδουλοι 'Έλληνες. Ο ίδιος άλλωστε ήταν και συγγραφέας. Είχε εκδώσει στα 1760 ένα δικό του βιβλίο με τίτλο «Περί των αοράτων δια των ορατών εννοουμένων πραγμάτων».
Στάθηκε φίλος του κορυφαίου διδασκάλου του Γένους Ευγενίου Βούλγαρη (1716 - 1806). Ο τελευταίος εγκαταστάθηκε στις αρχές του 1764 στη Λειψία και στα 1768 δημοσίευσε τη «Λογική» του με πρόλογο του Θ. Μανδακάση, που επιμελήθηκε ο ίδιος και την έκδοσή της. Ο ίδιος ο Αδαμάντιος Κοραής (1748 - 1833), ο πρωτεργάτης του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, πέρασε νέος από τη Λειψία, τον γνώρισε και τον έφερε σε επαφή με τη σκέψη του Ευγενίου Βούλγαρη.
Στα 1766 - 1767 εξέδωσε επίσης και τη «Φυσική» (2 τόμους) του επίσης μεγάλου διδασκάλου του Γένους Νικηφόρου Θεοτόκη     (1731-1800). Ο Θ. Μανδακάσης έγραψε ακόμη ιατρικές μελέτες και θρησκευτικά ποιήματα και επιμελήθηκε την έκδοση βιβλίων άλλων Ελλήνων λογίων, όπως του Καισαρίου Δαπόντε (1713 - 1784). Περί το τέλος του 1768 γύρισε στην ιδιαίτερη πατρίδα του και ανέλαβε τη διεύθυνση των ελληνικών σχολείων της Καστοριάς.

Παναγιώτης Παπαναούμ (1810 - 1877)
Γεννήθηκε στην Καστοριά στα 1810 και φοίτησε στο τότε καλούμενο Ελληνικό Σχολείο, που το διηύθυνε ο ιερέας Παπαπαύλος ιερωμένος πατέρας του είχε οκτώ παιδιά. Από αυτά ο πρωτότοκος Κωνσταντίνος, δυναμικός και παράτολμος, είχε ιδρύσει στη Λειψία, στα 1829, το «Μεγάλο Εμπορικό Κατάστημα Κωνσταντίνου Παπά». Ο αδερφός αυτός θα παίξει σημαντικό ρόλο στην όλη εξέλιξη του βενιαμίν της οικογενείας του. Σ’ αυτό το σπίτι του Καστοριανού εμπόρου θα βρουν φιλοξενία πολλοί φωτισμένοι πατριώτες μας και αρκετοί άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών των αρχών του 19ου αιώνα, ανάμεσα στους οποίους ξεχωρίζουν οι Ιωάννης Γενναδίου, Ιάκωβος Ρίζος Νερουλός, Γεράσιμος Βώκος και άλλοι ομογενείς της διασποράς.
Τον Σεπτέμβριο του 1822, μόλις 12 χρόνων, ο Π. Παπαναούμ παίρνει τον δρόμο της αποδημίας. Ο αδερφός του Κωνσταντίνος τον καλεί στη Λειψία. Είναι εποχή που το μεταναστευτικό ρεύμα ακολουθεί διάφορες κατευθύνσεις. Ύστερα από πολλές περιπέτειες και αφού περνάει από Νύσσα, Βελιγράδι, Ζέμονα, Πέστη, φθάνει τελικώς στη Βιέννη. Συνεχίζει μετά το ταξίδι του στην Πράγα. Περνάει από τη Δρέσδη και τον Οκτώβριο 1822 φθάνει στη Λειψία όπου συναντάται με τον αδερφό του. Στα πρώτα χρόνια της διαμονής του στη Λειψία ο Παναγιώτης επιδίδεται στην εκμάθηση της γλώσσας.
Γνωρίζεται με Έλληνες σπουδαστές και συνδέεται με τον μεγάλο Έλληνα αρχιτέκτονα και πολεοδόμο Σταμάτη Κλεάνθη. Το 1830 παίρνει τη μεγάλη απόφαση. Ύστερα από προπαρασκευή στη φυσικό και στα μαθηματικά εισάγεται στη Στρατιωτική Σχολή Μηχανικών του Βερολίνου για να ειδικευτεί αργότερα στη γεφυροποιία και την οχυρωματική. Απόφοιτος της Στρατιωτικής Σχολής και ανθυπολοχαγός πλέον του Μηχανικού του πρωσικού Στρατού παραιτείται τον Σεπτέμβριο του 1833.
Στη συνέχεια πηγαίνει στο Παρίσι για συμπληρωματικές σπουδές. Τον Μάιο του 1834 φθάνει στο Ναύπλιο και το 1835 στη νέα πρωτεύουσα, την Αθήνα, που τότε ήταν ένα «μεγάλο χωριό». Διορίζεται «γεωμέτρης πρώτης τάξεως» και υπηρετεί αρχικώς στην Αταλάντη. Αργότερα, το 1836, τοποθετείται στην Άμφισσα. Εκεί εκπονεί το πολεοδομικό σχέδιο της Ιτέας, ένα από τα αρτιότερα των ελληνικών πόλεων. Στη συνέχεια μετατίθεται στη Λειβαδιά, όπου σημαντική είναι η συμβολή του στην αποξήρανση και αξιοποίηση της λίμνης της Κωπαΐδας, που μάστιζε τότε με την ελονοσία όλους τους γύρω πληθυσμούς. Ο Π. Παπαναούμ είναι ο πρώτος Έλληνας που καταπιάνεται θετικά με το μεγάλο αυτό θέμα. Έρχεται όμως σε αντίθεση με τους Βαυαρούς και μπαίνει στο περιθώριο. Ακολουθούν παραγκωνισμοί και διώξεις που τον τραυματίζουν ψυχικά.
Το 1846 απολύεται από την υπηρεσία και ξαναγυρίζει στη Λειψία. Εκεί, το 1850, τον επισκέπτεται ο Αλέξανδρος Ραγκαβής       (1809 - 1892), λόγιος, διπλωμάτης και καθηγητής πανεπιστημίου, που τον παρουσιάζει στα κείμενά του ως προσωπικότητα του εθνικού μας βίου. Γράφει βιβλία στα Γαλλικά. Σε ένα έργο του μιλάει για τους κηφήνες των δημοσίων υπηρεσιών, «τους μη έχοvτας παvτάπασιv τας αρετάς και τοv υπέρ τωv κοιvώv μας εvθουσιασμόv», που κατορθώνουν να επιπλέουν, ενώ παράλληλα υπογραμμίζει «πόσο δυστυχές είναι το έθνος εκείνο, το προσδοκώv ταν πρόοδοv και την ευημερίαν του παρά των ξένων». Πικρές πραγματικά εμπειρίες ενός παραγκωνισμένου και εκλεκτού συμπατριώτη μας, που -αλίμονο- έχουν την επιβεβαίωσή τους και στη σημερινή εποχή.
Στους παλιούς, μεγάλους και εξέχοντες Καστοριανούς πρέπει επίσης να συμπεριληφθούν και οι εξής:
1. Θωμάς Κουφός (1764). Δεινός εκκλησιαστικός ρήτορας.
2. Σεβαστός Λεοντιάδης (1690 - 1765). Μεγάλος διδάσκαλος του Γένους
3. Ιωάννης Θεολογίτης
4. Ιωάννης Εμμανουήλ (1795). Μεταφραστής και συγγραφέας.
5. Παύλος Ιωάννου (1823-897). Γιατρός και καθηγητής πανεπιστημίου.
6. Μαρία Δόμνα. Μία από τις πρώτες Ελληνίδες που άφησε εποχή με τη μόρφωση, την πατριωτική και κοινωνική της δράση. Αλληλογραφούσε με τον Πατριάρχη Χρύσανθο Νοταρά. Διώχθηκε και εξορίστηκε από τους Τούρκους.
7. Μηνάς Μινωΐδης. Ήταν ο πρώτος που συνέλαβε το 1850 την ιδέα της αναβίωσης των Ολυμπιακών Αγώνων και όχι ο Πιέρ ντε Κουμπερτέν, όπως πιστεύουν πολλοί, και
8. Θωμάς Οικονόμου. Μαθητής του Αμφιλοχίου.

Στους παραπάνω πνευματικούς ανθρώπους της Καστοριάς με προσφορά στα γράμματα και σε διαφόρους κλάδους της επιστήμης, μπορούμε να αναφέρουμε και τους μεταγενέστερους: Π. Τσαμίση,         Θ. Παπαθωμά, Κ. Τσιούλκα, Χ. Καραγκούνη που ήταν επιφανείς καθηγητές και δίδαξαν στα σχολεία της Καστοριάς καθώς επίσης και τους Π. Γυϊόκα, Α. Παπαδίσκο και Ι. Μπακάλη που συνέβαλαν στην πνευματική άνθηση της περιοχής.

Αθανάσιος Χριστόπουλος
Γεννήθηκε στην Καστοριά το 1771 και πέθανε στο Βουκουρέστι το 1847. Υπήρξε νομικός, λόγιος, ποιητής και Φιλικός. Σπούδασε φιλολογία, ιατρική και νομικά στο Βουκουρέστι και στην Ιταλία και ανέλαβε ανώτερα αξιώματα στις Παραδουνάβιες ηγεμονίες ως ευνοούμενος του Φαναριώτη ηγεμόνα Αλεξάνδρου Μουρούζη. Εκεί γνωρίστηκε και με τον Δημήτριο Καταρτζή και επηρεάστηκε από τις γλωσσικές του ιδέες.
Όταν ο Μουρούζης απομακρύνθηκε, ο Χριστόπουλος τον ακολούθησε στην Κωνσταντινούπολη, αλλά αργότερα επέστρεψε στις ηγεμονίες, στην αυλή του Ιωάννη Καρατζά. Τότε του ανέθεσαν τη νομοθετικά ανασύνταξη της χώρας, ενώ στη συνέχεια ιδιώτευσε στην Τρανσυλβανία. Έγινε μέλος της Φιλικής Εταιρείας και στάλθηκε από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη στα Επτάνησα ως απεσταλμένος της. Μετά την απελευθέρωση ήρθε στην Ελλάδα, αλλά το 1836 γύρισε στην Τρανσυλβανία, απογοητευμένος από την κατάσταση που βρήκε στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος.
Ο Χριστόπουλος υπήρξε πανεπιστήμονας. Έγραψε έργα φιλολογικά, γλωσσικά, αρχαιολογικά, φιλοσοφικά, νομικά, λογοτεχνικά και ποιητικά. Ο χρόνος σεβάστηκε μόνο τα τελευταία, όχι τόσο για την ποιότητά τους αλλά κυρίως γιατί παρουσιάστηκαν σε μια στιγμή ανυπαρξίας οποιασδήποτε καθαρά ποιητικής κίνησης. Έτσι ο Χριστόπουλος πέρασε στην νεοελληνική φιλολογία ως ένας από τους προδρόμους της. Τα Λυρικά του (1811) είναι στιχουργήματα στη δημοτική, απλοϊκά, που εξυμνούν τη χαρά του κρασιού και του έρωτα μέσα στη ματαιότητα της ζωής.
Ο Αθανάσιος Χριστόπουλος ως ποιητής θεωρείται ο κορυφαίος των νεοελλήνων ποιητών του 19ου αιώνα, ο δικαίως αποκληθείς «Νέος Ανακρέων», αλλά και ένας από τους πρώτους νεοέλληνες νομομαθείς, ο οποίος σπουδαίον έπαιξε ρόλο στη νομοθετική μεταρρύθμιση της Βλαχίας κατά την περίοδον της φαναριώτικης εποχής.
Η Καστοριά, τιμώντας τη μνήμη του ανδρός, έστησε επιβλητικό άγαλμα στη γραφικά τοποθεσία του Αγίου Αθανασίου.

ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΑΔΕΛΦΟΙ
Εμμανουήλ Ιωάννης
Γεννήθηκε στην Καστοριά το 1774 και πέθανε το 1798. Σπούδασε ιατρική στη Βιέννη, όπου γνωρίστηκε με τον Ρήγα Φεραίο και έγινε οπαδός του. Τον Μάιο του 1797 επέστρεψε στη Μακεδονία για να διαδώσει το εθνεγερτικό κήρυγμα του Ρήγα, αλλά χωρίς αξιόλογα αποτελέσματα, πιθανότατα εξαιτίας του γεγονότος ότι βρισκόταν υπό επιτήρηση. Ταξίδεψε ξανά στη Βιέννη τον Νοέμβριο του ίδιου χρόνου, αλλά μετά από λίγες μέρες συνελήφθη από την αυστριακή αστυνομία με την κατηγορία ότι είχε συμπράξει στη συνωμοσία του Ρήγα. Αργότερα, επειδή ήταν Οθωμανός υπήκοος, παραδόθηκε στους Τούρκους και στραγγαλίστηκε στις φυλακές του Βελιγραδίου κατά διαταγή του πασά της πόλης.

Εμμανουήλ Παναγιώτης
Γεννήθηκε στην Καστοριά το 1776 και πέθανε το 1798. Εργάστηκε ως λογιστής στο γραφείο του Ευστράτιου Αργέντη, στη Βιέννη. Γνωρίστηκε με τον Ρήγα Φεραίο στο σπίτι του Αργέντη και σύντομα μυήθηκε στα επαναστατικά του σχέδια. Η αυστριακή αστυνομία τον φυλάκισε στις 13 Δεκεμβρίου 1797 μαζί με τον Αργέντη και άλλους Έλληνες που ήταν μέλη της οργάνωσης του Ρήγα. Οι φυλακισμένοι παραδόθηκαν τελικά στις τουρκικές αρχές. Ο Εμμανουήλ στραγγαλίστηκε στις φυλακές του Βελιγραδίου μαζί με τον αδερφό του και τους συντρόφους του.

Αργυριάδης Παύλος
Ένας αξιόλογος στοχαστή ς του ευρωπαϊκού πνεύματος από την Καστοριά. Γεννήθηκε στην πόλη μας το 1849 και πέθανε στο Παρίσι το 1901.
Σπούδασε νομικά στο Παρίσι και διακρίθηκε ως νομικός, λόγιος, δημοσιογράφος και συγγραφέας. Έγραψε στη γαλλική πολλά κοινωνιολογικά και αισθητικά συγγράμματα, μεταξύ των οποίων «ο ποιητής Ευγένιος Ποτιέ» και το «Δοκίμιον του Επιστημονικού Σοσιαλισμού», και εξέδιδε επί σειρά ετών το «Ημερολόγιο του Κοινωνικού Ζητήματος».
Ως Έλληνας σοσιαλιστής έδρασε στη Γαλλία. Πήρε ενεργό μέρος κατά την εξέγερση της Κομμούνας (1871) και υπεράσπισε στα δικαστήρια πολλούς επαναστάτες. Μετείχε στην Κεντρική Επαναστατική Επιτροπή (1881), η οποία αργότερα μετονομάστηκε σε Σοσιαλιστικό Επαναστατικό Κόμμα, μαζί με άλλους οπαδούς του Βλαγγί και αγωνίστηκε κυρίως ως δημοσιογράφος.

ΔΡΑΓΟΥΜΗΣ ΣΤΕΦΑΝΟΣ, ΙΩΝ ΚΑΙ ΦΙΛΙΠΠΟΣ
Δραγούμης είναι επώνυμο πατριαρχικής οικογένειας καταγόμενης από το Βογατσικό της Καστοριάς, μέλη της οποίας διακρίθηκαν στα γράμματα, στην πολιτική και τους εθνικούς αγώνες. Θα ήταν ασυγχώρητη παράλειψη αν δεν αναφέραμε την ενεργό συμμετοχή της οικογένειας Δραγούμη στα πολιτικά δρώμενα της Ελλάδος, τη συμβολή των μελών της στη διαμόρφωση πολιτικών καταστάσεων και την ενεργό θετική παρουσία και προσφορά στην Ελλάδα και τον Ελληνισμό.

Δραγούμης Στέφανος (1842 - 1923)
Πρωθυπουργός της Ελλάδος το 1909
Νομικός και πολιτικός. Ήταν δευτερότοκος γιος του Νικολάου Δραγούμη. Μετά τις σπουδές του στην Αθήνα και στο Παρίσι υπηρέτησε ως δικαστικός (1864-1875) και διετέλεσε γενικός γραμματέας του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Εξελέγη βουλευτής για πρώτη φορά το 1879 και χρημάτισε κατά καιρούς υπουργός Εξωτερικών (1886-1890), Εσωτερικών και Δικαιοσύνης στις κυβερνήσεις Τρικούπη, του οποίου υπήρξε στενός φίλος. Μετά το κίνημα στο Γουδί (1909), σχημάτισε τη μεταβατική κυβέρνηση (Ιανουάριος-Σεπτέμβριος 1910), η οποία ανέλαβε τη διενέργεια εκλογών (Αύγουστος 1910). Στις κυβερνήσεις της επόμενης δεκαετίας ανέλαβε διάφορα αξιώματα και υπουργεία. Ανέπτυξε επίσης έντονη εθνική δράση στον Μακεδονικό Αγώνα. Έγραψε διηγήματα και πολλές μελέτες για πολιτικά, φιλολογικά και αρχαιολογικά θέματα, όπως: Μακεδονική κρίση, Η Χώρα και το νόμισμα, Σταυρωθήτω, Το χρονικόν του Μορέως κ.ά.

Δραγούμης Ίων (1878 - 1920)
Πολιτικός και συγγραφέας. Ήταν γιος του Στέφανου Δραγούμη. Σπούδασε νομικά και ακολούθησε διπλωματική καριέρα. Στη διάρκεια της θητείας του στα προξενεία Μοναστηρίου, Σερρών, Πύργου και Φιλιππούπολης αφοσιώθηκε με ενθουσιασμό, σε συνεργασία με τον πατέρα του και τον Παύλο Μελά, στην οργάνωση των ελληνικών κοινοτήτων της Μακεδονίας και γενικά πρωτοστάτησε στον Μακεδονικό Αγώνα. Ανάλογη εθνική δράση ανέπτυξε και στην πρεσβεία της Κωνσταντινούπολης, όπου εργάστηκε για την πρόοδο όλου του ελληνικού στοιχείου της Ανατολής. Μετά τους Βαλκανικούς πολέμους, στους οποίους υπηρέτησε ως πολιτικός σύμβουλος του στρατηγείου, τοποθετήθηκε σε διάφορες πρεσβείες της Ευρώπης. Παραιτήθηκε από το διπλωματικό σώμα το 1915 και στις εκλογές του ίδιου έτους ηγήθηκε συνδυασμού ανεξάρτητων στον Νομό Φλωρίνης και εξελέγη βουλευτής Φλώρινας – Καστοριάς.
Παρότι αρχικά συμμεριζόταν την πολιτική του Ελευθέριου Βενιζέλου, αργότερα εξέφρασε αντιβενιζελικές απόψεις. Το γεγονός αυτό είχε ως αποτέλεσμα να εξοριστεί για δύο χρόνια στην Κορσική μαζί με άλλους πολιτικούς, μετά την επιτυχία του βενιζελικού κινήματος της Εθνικής Άμυνας και την άνοδο του Βενιζέλου στην εξουσία. Δολοφονήθηκε τον Ιούλιο του 1920 στην Αθήνα από στρατιωτικούς, μία ημέρα μετά την απόπειρα δολοφονίας εναντίον του Βενιζέλου στη Γαλλία. Ο θάνατός του προκάλεσε μεγάλη συγκίνηση και σηματοδότησε την ιστορία του ελληνικού Διχασμού.
Ο Δραγούμης ήταν ενθουσιώδης οπαδός της δημοτικής. Υπήρξε μάλιστα από τα ιδρυτικά μέλη του Εκπαιδευτικού Ομίλου και εξέδιδε (από το 1916) την εβδομαδιαία Πολιτική Επιθεώρηση. Εκτός από τα πολλά άρθρα σε διάφορα περιοδικά και εφημερίδες, συχνά με το ψευδώνυμο Ίδας, έγραψε και τα εξής βιβλία: Μαρτύρων και ηρώων αίμα (1907),  Σαμοθράκη (1909),  Όσοι ζωντανοί (1912), Ελληνικός πολιτισμός (1914). Μετά τον θάνατό του εκδόθηκαν τα βιβλία: Μονοπάτι, Σταμάτημα (γραμμένο στην Κορσική), Ο Ελληνισμός μου και οι Έλληνες, ενώ ανατυπώθηκαν σε τόμο δέκα άρθρα του.

Δραγούμης Φίλιππος (1890 - 1980)
Διπλωμάτης και πολιτικός. Γιος του Στέφανου Δραγούμη, αναγορεύτηκε διδάκτορας της Νομικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών το 1910. Πήρε μέρος στους Βαλκανικούς πολέμους και τραυματίστηκε στη μάχη του Σαρανταπόρου. Το 1914 εισήχθη στο διπλωματικό σώμα και το 1916 διορίστηκε υποπρόξενος στο Γενικό Προξενείο της Αλεξάνδρειας της Αιγύπτου. Εκλέχτηκε επανειλημμένα (1920, 1926, 1932, 1935 και 1946 βουλευτής Φλώρινας – Καστοριάς, συνεργάστηκε τη διετία 1932-1933 με το Λαϊκό Κόμμα και διορίστηκε υπουργός Βορείου Ελλάδος στις κυβερνήσεις Παναγή Τσαλδάρη (1932-1934).
Στην Κατοχή κατόρθωσε να φύγει από την Ελλάδα και ως πολιτευτής πήρε μέρος στο συνέδριο του Λιβάνου. Την ίδια περίοδο χρημάτισε υφυπουργός Εξωτερικών στην ελληνική κυβέρνηση που είχε έδρα το Κάιρο και μετά την απελευθέρωση στην κυβέρνηση του           Κ. Τσαλδάρη (1946). Διετέλεσε επίσης μέλος της επιτροπής του Συντάγματος του 1927 και του 1949 και διορίστηκε μέλος της ελληνικής αντιπροσωπείας στο συνέδριο της ειρήνης, που πραγματοποιήθηκε το 1946 στο Παρίσι. Αργότερα, διορίστηκε υπουργός Εξωτερικών στην υπηρεσιακή κυβέρνηση του Δημητρίου Κιουσόπουλου (1952) και υπουργός Εθνικής Άμυνας στην υπηρεσιακή κυβέρνηση του Παναγιώτη Πιπινέλη (1963). Έγραψε διάφορες μελέτες: Εκλογή πολιτικών δημοσιευμάτων (Α' 1922-1925, Β' 1925-1928, Γ' 1944), Τα εθνικά δίκαια στην Διάσκεψη της Ειρήνης (1949), Απολογία του Κοινοβουλευτισμού (1950) και Επί του Κυπριακού ζητήματος (1956). Συνέχισε, εξάλλου, την έκδοση του περιοδικού Πολιτική Επιθεώρηση που είχε ιδρύσει ο αδερφός του Ίων (1920 - 1921 και 1945 - 1946).


Ιφιγένεια Διδασκάλου
Γεννήθηκε στην Καστοριά. Αριστούχος του Χαροκοπείου Διδασκαλείου Αθηνών και αριστούχος του Κρατικού Ωδείου Θεσσαλονίκης (λυρική υψίφωνος).
Έγραψε: Άνθινες Ώρες (ποιήματα), 1958, Καστοριανά (ηθογραφίες) 1959, Λυρικός Αμφορέας (ποιήματα) 1960, Απλός κόσμος (διηγήματα) 1963, Το δημοτικό τραγούδι της Καστοριάς (μελέτη) 1963, (Α’ Βραβείο Λασκαρίδειο, 1963). Μνήμες και Παρουσίες (ποιήματα) 1964, Παράθυρο στον ουρανό (ποιήματα) 1966, Ο ποιητής Τάκης Γκοσιόπουλος (μελέτη) 1968, Χρονικά (ποιήματα) 1969, Τόποι και τραγούδια της Μακεδονίας (μελέτη) 1976, Καστοριά, πατρίδα μου (ηθογραφία, λαογραφία), 1976, 1995 2η έκδοση, Η Γυναίκα της Πίνδου (έρευνα) 1975, Ελεγείο στον πατέρα (ποιήματα) 1977,                          (Α΄ Μομφερράτειο Βραβείο Αθηνών, 1977), Σε τόνο προσωπικό (ποιήματα) 1982, Η πρώτη εγκυκλοπαίδεια της Θεσσαλονίκης,               Θ. Κοντέου (μελέτη), 1983, Μια γνωριμία με τον ποιητή Τάκη Γκοσιόπουλο (μελέτη) 1984, Στα χρόνια του Μακεδονικού αγώνα (διηγήματα) 1989, Χωρίς Τίτλο (ποιήματα) 1999.

Βιβλιογραφήθηκε: Στο Λεξικό Λαρούς, στο Λεξικό Ελευθερουδάκη, στην Εγκυκλοπαίδεια Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Χάρη Πάτση, στη Μεγάλη Πανελλήνια Βιογραφική Εγκυκλοπαίδεια, στην Πνευματική Θεσσαλονίκη, στην Εγκυκλοπαίδεια Κοντέου, στην Εγκυκλοπαίδεια Παγουλάτου, στην Υδρία και σε πάμπολλες ποιητικές ανθολογίες. Ποιήματά της μεταφράστηκαν στα γαλλικά, αγγλικά, γερμανικά, ιταλικά και πολλά μελοποιήθηκαν από Έλληνες μουσουργούς.
Έδωσε διαλέξεις στη Θεσσαλονίκη, Αθήνα (αίθουσα «Παρνασσός» και Αρχαιολογικής Εταιρείας) και σε όλες τις πόλεις της Βορείου Ελλάδος. Συνεργάζεται με πλείστα περιοδικά και εφημερίδες, Είναι μέλος της Εταιρείας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης, του Λυκείου Ελληνίδων, της Μακεδονικής Φιλεκπαιδευτικής Αδελφότητος, των Αποφοίτων Ωδείων Θεσσαλονίκης, των Φίλων του Λαογραφικού και Εθνολογικού Μουσείου κ.ά., του FM 100 και TV 100.
Είναι τακτική συνεργάτης των ραδιοφωνικών σταθμών ΕΡΤ 1 και ΕΡΤ 2, με θέματα λαογραφίας κ.ά.

Τιμήθηκε με: Χρυσό Μετάλλιο από τον Ροταριανό Όμιλο Θεσσαλονίκης το 1969. Χρυσό Μετάλλιο από τη Μακεδονική Φιλεκπαιδευτική Αδελφότητα το 1976. Αργυρή πλακέτα από τον Μουσικοφιλολογικό Σύλλογο Καστοριάς «Αρμονία» το 1977. Ανάγλυφη περγαμηνή από τον Σύλλογο Ελλήνων Λογοτεχνών Αθηνών το 1979. Χρυσό Μετάλλιο από την Πομβορειοελλαδική Ομοσπονδία Εκκλησιαστικών Σωματείων το 1979. Χρυσή πλακέτα από το Σωματείο Κυριών και Δίδων Καστοριανών Θεσ/νικης «Το Κέλετρον» το 1985. Τιμητική πλακέτα των Φίλων του Λαογραφικού και Εθνολογικού Μουσείου Μακεδονίας το 1994. Τιμητική πλακέτα από τα δύο σωματεία Καστοριανών της Αθήνας το 1995. Βραβείο από την Ακαδημία Αθηνών 30.12.1997. Τιμητική πλακέτα από τον Δήμο Καστοριάς 13.5.1999. Τιμητική πλακέτα από Lions Θεσσαλονίκης «Μακεδονία», 9.12.1999. Τιμητική πλακέτα από τον «Πυρσό» Νάουσας, 18.12.1999. Τιμητική πλακέτα από Αποφοίτους Γυμνασίου Καστοριάς έτους 1955, 19.8.2000. Τιμητική πλακέτα από Σύνδεσμο Αποφοίτων Ωδείων Θεσσαλονίκης, 20.3.2003.
Για το ποιητικό της έργο, ο Μιχάλης Σταφυλάς έγραψε στο λογοτεχνικό περιοδικό «Πνευματική Ζωή»: «Η Ιφιγένεια Διδασκάλου, στα 1999 κυκλοφόρησε την ποιητική συλλογή “Χωρίς τίτλο”. Πρόκειται για μια σειρά ερωτικών κυρίως ποιημάτων, γραμμένων με άκρα ευαισθησία και πληθώρα λυρικών στοιχείων. Φαίνεται καθαρά πως η ποιήτρια διαθέτει πηγαίο και δυνατό ταλέντο για να μπορεί να βλέπει ένα θέμα από τόσες πολλές πλευρές και να μην επαναλαμβάνεται, να μη χρησιμοποιεί τις ίδιες εικόνες. Έτσι όπως είναι σε πρώτο πρόσωπο γραμμένα, τα ποιήματα έχουν κάτι το υποβλητικό. Είναι – κάπου το    λέει – «αντίλαλος αυλού μες στην ψυχή». Κάπου-κάπου αναδύεται ένα παράπονο, που μας δίνουν την αίσθηση μιας εγκατάλειψης ή μιας απώλειας. Με δυο λόγια: Βρισκόμαστε μπροστά σε μια σημαντική προσφορά στη Νεοελληνική ποίηση».

Βασίλειος Νικολάου Δόικος
Γεννήθηκε στην Καστοριά το 1906. Αποφοίτησε από το κρατικό Ωδείο Θεσσαλονίκης το 1933 και, παρά την επιμονή του τότε διευθυντή του Αλέξανδρου Καζαντζή να παραμείνει στο Ωδείο ωο δάσκαλος των θεωρητικών, γύρισε στην ιδιαίτερη πατρίδα του με το όνειρο να δημιουργήσει μουσική παιδεία και να γίνει ο ψυχοπλάστης των νέων του τόπου του.
Έκανε αληθινό αγώνα τότε για να πείσει τους ανθρώπους του Δήμου ότι η μουσική δεν είναι πολυτέλεια σε μια πόλη, αλλά ανάγκη, και μετά από αγώνες τριών ετών δημιούργησε το Δημοτικό Ωδείο Καστοριάς με τάξεις πιάνου, βιολιού, λαϊκών οργάνων, με χορωδία και μπάντα. Εκτός της τάξεως του πιάνου, σε όλα τα τμήματα δίδασκε ο ίδιος. Το 1935 ιδρύει τη Φιλαρμονική Μπάντα της Καστοριάς.
Κατά την περίοδο της κατοχής οι ιταλικές Αρχές απαγόρευσαν τη λειτουργία του Ωδείου και περιορίστηκε στη δημιουργία μιας εκκλησιαστικής χορωδίας, η οποία στις δύσκολες εκείνες ώρες έδινε το «παρών» σαν ελληνικό μουσικό συγκρότημα. Το 1943 ο Βασίλειος Δόικος εντάσσεται και παίρνει ενεργό μέρος στην Εθνική Αντίσταση.
Μετά την απελευθέρωση, με δική του πρωτοβουλία ιδρύθηκε ο Μουσικοφιλολογικός Σύλλογος «Αρμονία», ο οποίος και μέχρι σήμερα δρα με τμήματα χορωδίας, μαντολινάτας, πιάνου, με λαογραφικό μουσείο, τμήμα φωτογραφίας και μια από τις σπάνιες για επαρχιακή πόλη γκαλερί εκθέσεων ζωγραφικής και χορευτικό συγκρότημα.
Σε διαγωνισμό χορωδιών, στο Παναθηναϊκό Στάδιο κατά το 1959, η χορωδία του πήρε το δεύτερο βραβείο. Το 1960 στον ίδιο διαγωνισμό πήρε το πρώτο βραβείο, αυτός δε προσωπικά πήρε το πρώτο βραβείο χορωδιακής συνθέσεως με το τραγούδι «Τριανταφυλλιά» πάνω σε ποίηση της εκλεκτής του συμπατριώτισσας κ. Ιφιγένειας Διδασκάλου. Η «Τριανταφυλλιά» βραβεύτηκε για δεύτερη φορά στον Παμβορειοελλαδικό διαγωνισμό χορωδιών από Σέρρες, και στον ίδιο διαγωνισμό η χορωδία του πήρε το δεύτερο βραβείο.
Κατά το έτος 1951 διορίστηκε καθηγητής στο Γυμνάσιο και ταυτοχρόνως, κατ' απαίτηση της υπηρεσίας του, δίδασκε και στο Γυμνάσιο Άργους Ορεστικού. Χωρίς να περιοριστεί στις υποχρεωτικές ώρες διδασκαλίας, δημιούργησε και στα δύο γυμνάσια μαθητικές χορωδίες, στο δε Γυμνάσιο Καστοριάς και παιδική μαντολινάτα. Παράλληλα με αυτές τις δραστηριότητες συνέχισε και την προσφορά του στον Μουσικοφιλολογικό Σύλλογο.
Έγραψε σειρά έργων για χορωδία. Ιδιαίτερο στάθηκε με πολύ μεράκι στη διασκευή των δημοτικών τραγουδιών της πατρίδας του και πάνω απ' όλα στα δημοτικά του Μακεδονικού Αγώνα. Σταθμός στη σταδιοδρομία του είναι οι εμφανίσεις με τη χορωδία του στον Παρνασσό Αθηνών και τρεις φορές στη Θεσσαλονίκη, με τα δημοτικά τραγούδια της Μακεδονίας και την τόσο πολύτιμη συνεργασία της άξιας Καστοριανής λογοτέχνιδας κ. Ιφιγένειας Διδασκάλου.
Πολλοί μαέστροι τιμούν τα έργα του στα προγράμματά τους, η δε Λαρισαϊκή Χορωδία βραβεύτηκε σε διαγωνισμό στην Ιταλία με τη διασκευή του στο δημοτικό τραγούδι «Άσπρο Τριαντάφυλλο».
Οι μουσικοκριτικοί των Αθηνών εκφράστηκαν κολακευτικά για τη δουλειά του πάνω στο δημοτικό τραγούδι. Χαρακτηριστικά είναι η κριτική της αξέχαστης Αλεξάνδρας Λαλαούνη: «Η διασκευή του δημοτικού τραγουδιού είναι κάτι πολύ δύσκολο και ίσως θα ’πρεπε ν’ αποφεύγεται και τα τραγούδια μας τα δημοτικά να εκτελούνται απλά, μονόφωνα, έτσι όπως είναι. Ωστόσο πρέπει να αναφέρω τις αληθινά περίφημες διασκευές του διευθυντή της χορωδίας Καστοριάς κ. Βασιλείου Δόικου, διασκευές που έδειχναν την έμπνευση και την τέχνη ενός αληθινού μουσικού».
Τα δημοτικά Καστοριάς τα έχει εκδώσει για χορωδία σε βιβλίο με τον τίτλο «Καστοριανά τραγούδια». Επίσης δημιούργημά του είναι και η χορωδία του μορφωτικού συλλόγου «ΟΡΕΣΤΙΣ» Άργους Ορεστικού. Γενικά όλη η πολιτιστική κίνηση τού Νομού Καστοριάς επί 40 χρόνια ήταν στα χέρια του.
Κατά το έτος 1977 αποσύρθηκε για λόγους υγείας από την ενεργό δράση. Διηύθυνε μόνο την εκκλησιαστική χορωδία, δημιούργημά του και αυτή, και συμμετείχε σε σειρά πολιτισμικών και εκκλησιαστικών εκδηλώσεων. Απεβίωσε πλήρης ημερών τον Μάιο του 1995.

Βραβεία και τιμητικές διακρίσεις για το έργο του:
Δεύτερο Βραβείο: Στην υπό τη Διεύθυνσή του Ανδρική χορωδία του Μ.Σ. στον Πανελλήνιο διαγωνισμό χορωδιών, στο Παναθηναϊκό Στάδιο, τον Αύγουστο του 1959. Πρώτο Βραβείο: Με τη ίδια χορωδία, όπως και το 1959, τον Σεπτέμβριο του 1960. Πρώτο Βραβείο: Για τη σύνθεσή του «Τριανταφυλλιά» σε ποίηση                     Ιφ. Διδασκάλου, στον πανελλήνιο διαγωνισμό χορωδιακής σύνθεσης, τον Σεπτέμβριο του 1960 στο Παναθηναϊκό Στάδιο. Αργυρό Μετάλλιο: Για τη «διακεκριμένη κοινωνικά και εθνική του δράση» από τον Ροταριανό Όμιλο Θεσσαλονίκης, τον Απρίλιο του 1975. Τιμητικό Δίπλωμα: Για την «προσφορά του στη χορωδιακή Μουσική στη Β. Ελλάδα» κατά το Α΄ Παμβορειοελλαδικό φεστιβάλ χορωδιών, από τη Μουσική Εταιρεία Β. Ελλάδος και τον Δήμο Εδέσσης, στην Έδεσσα τον Σεπτέμβριο του 1976. Βραβείο: Για «τη δημιουργική του εργασία και την καλλιτεχνική του προσφορά στη γενέτειρά του Καστοριά» από τη Μακεδονική Φιλεκπαιδευτική Αδελφότητα. Δεύτερο Βραβείο: Στην υπό τη διεύθυνσή του χορωδία από την Κριτική Επιτροπή στο Β΄ Παμβορειοελλαδικό φεστιβάλ χορωδιών της Μουσικής Εταιρείας Β. Ελλάδος, στις Σέρρες τον Σεπτέμβριο 1977. Έκτακτη Βράβευση: Της σύνθεσης του «Τριανταφυλλιά» στο ανωτέρω φεστιβάλ της Μ.Ε.Β. Ελλάδος. Χρυσό Μετάλλιο: Για «την προσφορά του στον Σύλλογο και στην πόλη» από τον Μ.Σ. «Αρμονία» στη Συναυλία της 11ης Νοεμβρίου 1977. Χρυσό Μετάλλιο: Γιο «την μεγάλη συμβολή του στη Μουσική ανάπτυξη της Β. Ελλάδος» από τη Μουσική Εταιρεία Β. Ελλάδος, στις 13 Οκτωβρίου 1980. Χρυσό Μετάλλιο: Από την «ΟΡΕΣΤΙΔΑ» Άργους Ορεστικού για την προσφορά του «στην πολιτιστική ανάπτυξη του τόπου και στον ίδιο τον σύλλογο». Το Αργυρό Μετάλλιο της Πόλης: Από τον Δήμο Καστοριάς σε ειδική τιμητική εκδήλωση στο Πνευματικό Κέντρο Καστοριάς, το 1991. Μετάλλιο Εθνικής Αντίστασης: Από το Ελληνικό Κράτος.

Νικόλαος Αθανασίου Κρίκης
Ο Νίκος Κρίκης, o άριστος επιστήμονας-δικηγόρος, ο ακέραιος και απόλυτα έντιμος δημοσιογράφος, γεννήθηκε στην Καστοριά το 1918. Αποφοίτησε με άριστα από τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης το 1939, σε ηλικία είκοσι ενός έτους. Υπηρέτησε με τον βαθμό του ανθυπολοχαγού στον πόλεμο του ’40 και το 1941 διορίστηκε δικηγόρος στο Πρωτοδικείο Καστοριάς. Παρά το νεαρό της ηλικίας του διακρίθηκε ως ποινικολόγος, εύγλωττος ρήτορας, άνθρωπος με μεγάλη ευρυμάθεια αλλά και τεράστιο βάθος γνώσεων.
Στη διάρκεια της κατοχής εντάσσεται από τους πρώτους στην Εθνική Αντίσταση και υπήρξε το κύριο πρόσωπο που με τη δράση του συνέβαλε τα μέγιστα στην αποτροπή της προσάρτηση της Καστοριάς στην εδαφικά κυριαρχία της Βουλγαρίας, σχέδιο που είχε εκπονήσει ο μακελλάρης Κάλτσεφ. Από το 1952 εγκαθίσταται στην Αθήνα και ασκεί το λειτούργημα του δημοσιογράφου μέχρι το 1986 στις εφημερίδες «ΝΕΑ» και «ΒΗΜΑ». Διακόνησε τη δημοσιογραφία με αντικειμενικότατα, ανιδιοτέλεια, ήθος και υψηλό αίσθημα ευθύνης, ιδιότητες που τον καταξίωσαν στον Χώρο του Τύπου και στη συνείδηση του αναγνωστικού κοινού της Ελλάδος ανεξαρτήτως πολιτικών πεποιθήσεων.
Το 1986, έπειτα από πολύμηνη μάχη με το θάνατο, αποδημεί εις Κύριον. Η κηδεία του γίνεται στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών, σε τάφο που παραχώρησε δωρεάν ο τότε δήμαρχος κ. Δημήτριος Μπέης. Συλλυπητήρια τηλεγραφήματα μεταξύ άλλων προσώπων απέστειλαν ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Καραμανλής και ο πρωθυπουργός Ανδρέας Παπανδρέου. Στην κηδεία παρέστησαν: Αντιπροσωπεία του Πα.Σο.Κ. με επικεφαλή τον υπουργό Γ. Γεννηματά και τους υπουργούς Ευάγγελο Γιαννόπουλο, Γ. Ρωμαίο, Αθ. Τσούρα και πολλούς βουλευτές. Από τη Νέα Δημοκρατία: Οι πρώην υπουργοί          Γ. Σουφλιάς, Κωνσταντίνος Στεφανάκης, Γεώργιος Σταμάτης, Γιάννης Κεφαλογιάννης και πολλοί βουλευτές. Αντιπροσωπεία του ΚΚΕ και του Κ.Κ. Εσωτερικού. Επίσης ο δήμαρχος Αθηναίων Δημήτριος Μπέης, όλοι σχεδόν οι δήμαρχοι του Λεκανοπεδίου της Αττικής, ο δήμαρχος Θεσσαλονίκης Θεοχάρης Μαναβής, η ηγεσία του Αρείου Πάγου, ο πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών Αλ. Σακελλαρόπουλος, η ηγεσία των Σωμάτων Ασφαλείας, δημοσιογράφοι και άνθρωποι των Γραμμάτων και Τεχνών, πολλοί επώνυμοι και ανώνυμοι. Τα στεφάνια εκατοντάδες.
Επικήδειους λόγους εκφώνησαν πολλοί, μεταξύ των οποίων ο τότε πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών Επ. Ζαφειρόπουλος και ο τότε πρόεδρος της ΕΣΗΕΑ Κοραχάης, μετέπειτα βουλευτής της    Ν. Δημοκρατίας.
Ο Νίκος Κρίκης τιμήθηκε με το Μετάλλιο της Εθνικής Αντίστασης. Επίσης, το Δημοτικό Συμβούλιο Καστοριάς, με την υπ’ αριθ. 149/1999 απόφασή του, έδωσε το όνομά του σε οδό της πόλης.

Λουκάς Σαμαράς
Ο Λουκάς Σαμαράς, ο καλλιτέχνης που με το ταλέντο του μεσουρανεί στις εικαστικές τέχνες, ανήκει στην κατηγορία των Ελλήνων η φήμη των οποίων μας ήλθε «εισαγόμενη». Στην περίπτωση του Σαμαρά, ωστόσο, κάτι τέτοιο είναι δικαιολογημένο, αφού πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στις ΗΠΑ. Γεννημένος στην Καστοριά το 1936, ακολούθησε τους μετανάστες γονείς του στη «Χώρα της Eυκαιρίας», όπου ανδρώθηκε πνευματικά και άρθρωσε τον πρώτο καλλιτεχνικό του λόγο.
Η καλλιτεχνική του δραστηριότητα είναι πολύ πολυσχιδέστατη, μια και εκτός του ότι υπήρξε εικαστικός υπηρέτησε και την υποκριτικά τέχνη, ενώ δημιούργησε αρκετές ταινίες μικρού μήκους. Η παρουσία και το έργο του σφράγισαν το καλλιτεχνικό γίγνεσθαι της Νέας Υόρκης το ’50 και ’60, δεκαετίες κατά τις οποίες καθιερώθηκε σαν ένας από τους εν ζωή «μεγάλους», αφού θεωρείται και είναι ένας από τους διασημότερους Έλληνες-Καστοριανούς της διασποράς με παγκόσμια ακτινοβολία και φήμη.
Το Ίδρυμα Φ. Κωστόπουλου παρουσίασε τα έργα του συμπολίτη μας Λουκά Σαμαρά στην Εθνική Πινακοθήκη (7 Απριλίου - 30 Ιουνίου 2005) με τίτλο «Περιπέτειες στο Εγώ». Η έκθεση περιλάμβανε περίπου 450 μικρά και μεγάλα έργα, αντιπροσωπευτικά της δημιουργικής πορείας του καλλιτέχνη, προερχόμενα από σημαντικά κυρίως αμερικανικά μουσεία, όπως τα Metropolitan Museum of Art, Whitney Museum of American Art, Art Institute of Chicago, Denver Art Museum, MUMOK (Βιέννη), από σημαντικές ελληνικές και ξένες ιδιωτικές συλλογές αλλά και ινστιτούτα, γκαλερί, όπως οι Pace Wildenstein Gallery, Polaroid Collections, Xippas Galleries, καθώς και από τον ίδιο τον καλλιτέχνη.
Έχει δημιουργήσει από πολύ νωρίς ένα προσωπικό εικαστικό ιδίωμα που τυγχάνει ολοένα και μεγαλύτερης προσοχής και αναγνώρισης. Κύριο θέμα του είναι ο ίδιος του ο εαυτός, τον οποίο παρουσιάζει απευθείας ή μέσα από έργα-σύμβολα, διαποτισμένα από τα βιώματά του.
Ο Λουκάς Σαμαράς έχει επίσης ασχοληθεί επισταμένως με τη φωτογραφία και συγκαταλέγεται ανάμεσα στους πρώτους καλλιτέχνες που διερεύνησαν όλες τις πιθανότητες επεξεργασίας των Polaroids. Πρόσφατα προσέγγισε και τον Χώρο της Computer Art, με αποτελέσματα που συνδυάζουν τη φωτογραφία με την εικονική πραγματικότητα. Στο πνεύμα αυτό δημιούργησε ταινίες μικρής διάρκειας με μουσική επένδυση που επεξεργάστηκε στον υπολογιστή του με το λογισμικό πρόγραμμα Quick Time. Τις ταινίες αυτές, που αποτελούν και την τελευταία δουλειά του, ο Σαμαράς αποκαλεί «Photoflicks» («Φωτoταινίες»).
Η παρουσία του στο διεθνές στερέωμα των εικαστικών τεχνών προσδίδει και περιποιεί ιδιαίτερη τιμή στη γενέτειρά του Καστοριά.



[1] Βοηθός Επίσκοπος που χειροτονείται με τον τίτλο Επισκοπής που έχει καταργηθεί.
[2] Τουρκικόν νόμισμα.
[3] ΠΑΡΜΕΝΙΩΝ ΤΖΙΦΡΑΣ: ΑΝΑΛΕΚΤΑ ΚΑΙ ΠΑΡΕΡΓΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια: