Τετάρτη 19 Σεπτεμβρίου 2012

Αντί Προλόγου…

Σε μια περίοδο που η χώρα μας ζει έντονα μια πολύμορφη κρίση κυκλοφορεί το νέο πνευματικό δημιούργημα του ξεχωριστού και με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά συγγραφέως, ιστορικού και αρθρογράφου Παναγιώτη Κρίκη σχετικό με την παιδεία και τα εκπαιδευτικά συστήματα της Ελλάδας από τα χρόνια της εθνεγερσίας του 1821 μέχρι τις μέρες μας. Είναι ένα βιβλίο καλοπροσεγμένο και άριστα διαρθρωμένο (δομημένο) σε τρία μέρη (κεφάλαια) αυτοτελή και αλληλοσυμπληρούμενα και από ένα επίμετρο με προσθήκες, συμπληρωματικές διευκρινίσεις και χρήσιμα στοιχεία (πληροφορίες) για τα προηγηθέντα κεφάλαια.
Το πρώτο μέρος είναι ένα κοινωνικό-πολιτικό και ιστορικό άρθρο με το οποίο ο συγγραφέας θέλει να αναδείξει τα μεγάλα προβλήματα της Ελληνικής Παιδείας που βρίσκεται καλωδιωμένη στον προθάλαμο της εντατικής, να συμβάλλει με τις δικές του επισημάνσεις στην αναδιάρθρωσή της, αλλά και να κάνει όλους εκείνους που ενδιαφέρονται πραγματικά για την πατρίδα μας να συνειδητοποιήσουν το πρόβλημα, να αναζητήσουν μέσα από τα γραφόμενα τα πραγματικά αίτια της ασθένειας και με κοινή προσπάθεια να βρουν με βάση και τις προτάσεις του συγγραφέα την καλύτερη θεραπεία, τη λύση του προβλήματος.
Με τις τολμηρές επισημάνσεις του για πράξεις και παραλείψεις των ιθυνόντων αλλά και όλων των εμπλεκομένων στα θέματα παιδείας από τη χαραυγή του ελεύθερου εθνικού βίου μέχρι σήμερα ο συγγραφέας μας δίνει την ευκαιρία σε κάθε καλοπροαίρετο αναγνώστη να μάθει πολλά και να εμβαθύνει περισσότερο μέσα από τις παραπομπές του σε έργα σοφών της εποχής μας συγγραφέων, ακαδημαϊκών κ.α. τόσο για θέματα ελευθερίας του λόγου και γόνιμου διαλόγου στις σχολικές αίθουσες και στα πανεπιστημιακά αμφιθέατρα, όσο και για τα εθνοβόρα ως ένα σημείο σχέδια των κάθε είδους παραγόντων και παραγοντίσκων, δυστυχώς, ως τις μέρες μας. Για όλη αυτή την περίοδο γίνεται ειλικρινέστατα κι ανυστερόβουλα αποκαλυπτικός ο συγγραφέας κάνοντας λόγο ακόμη και για διδακτικό προσωπικό που δεν έχει εκείνα τα εφόδια και τα μέσα που θα έκαναν τη διδασκαλία θελκτική, ευχάριστη και αποδοτική, για μια εκπαιδευτική κοινότητα που βολεύεται με την ήσσονα προσπάθεια και για μια πολιτεία και κοινωνία που παρακολουθούν από μακριά χωρίς «να χαλάει κανείς τη ζαχαρένια κανενός».
Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, που είναι μια μονογραφία καλοδουλεμένη, ο συγγραφέας μπαίνει σιγά – σιγά στα βαθιά αναλύοντας τους όρους εκπαίδευση, διαπαιδαγώγηση, παιδαγωγώ και ψυχαγωγώ. Με τις αναφορές του σε φιλοσόφους, ιστορικούς, πολιτικούς, ποιητές, στοχαστές και πανεπιστημιακούς, οι οποίοι ασχολήθηκαν με την παιδεία με το δικό τους ο καθένας τρόπο σε διαφορετικές χρονικές περιόδους αναρωτιέται ενσυνείδητα και με ειλικρίνεια για το είδος της ασθένειας της Ελληνικής Παιδείας, επειδή, όπως ο ίδιος ισχυρίζεται, δε μπόρεσε, παρόλο που διακαώς το επιθυμούσε, να βρει μια υπεύθυνη και εμπεριστατωμένη διάγνωση. Επισημαίνει ότι η βασική αιτία της ασθένειας κρύβεται στο συνολικό πρόβλημα της εκπαίδευσης που είναι καθαρά πολιτικό και η λύση του (θεραπεία του) απαιτεί ριζική αλλαγή της νοοτροπίας όλης της κοινωνίας, η οποία, αν συνειδητοποιήσει το πρόβλημα και το πάρει στα ζεστά, θα βοηθήσει τα Ελληνόπουλα να πετάξουν με τα δικά τους φτερά, διότι θα μάθουν τι πρέπει να γνωρίζουν. Και ο συγγραφέας μας ενθυμούμενος τα μαθητικά και φοιτητικά του χρόνια θεωρεί τον εκπαιδευτικό ως τον πιο βασικό παράγοντα, ως την κινητήρια δύναμη της παιδείας, διότι η συσσωρευμένη εμπειρία του σήμερα του επιτρέπει να δει με τα μάτια της ψυχής του και να αποτιμήσει ακριβοδίκαια την υπερπροσπάθειά τους να μεταλαμπαδεύσουν στους νέους την αληθινή γνώση για να τους κάνουν καλούς πολίτες, χρήσιμους στο κοινωνικό σύνολο, ενώ παράλληλα θλίβεται για το σημερινό κατάντημα ενός τμήματος του εκπαιδευτικού δυναμικού της χώρας μας (ευτυχώς μικρού) σε όλες τις βαθμίδες κι εκφράζει το φόβο του μήπως τα σημερινά παιδιά αποβληθούν αύριο από τη ζωή, παρά το γεγονός ότι σήμερα τα καταφέρνουν και δεν αποβάλλονται από το σχολείο. Και τελειώνοντας το δεύτερο μέρος ο συγγραφέας υπενθυμίζει σε όλους μας ότι πρέπει με κάθε τρόπο και μέσο να ενημερωθούν σωστά οι νέοι μας για τη σημερινή κατάσταση της χώρας μας.
Στο τρίτο μέρος του έργου του ο συγγραφέας πραγματεύεται πιο διεξοδικά θέματα παιδείας μπαίνοντας και στο χώρο των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων ερευνώντας σε βάθος τι είδους παιδεία και πολίτες θέλουμε. Φαίνεται πεντακάθαρα η προσπάθειά του να αποτυπώσει με στοιχεία ατράνταχτα ότι όλοι οι λαοί λίγο ή πολύ είναι παιδιά της Ελλάδας χάρη στην Ελληνική Παιδεία που διδάχτηκαν έμμεσα μέσα από τα δικά τους εκπαιδευτικά συστήματα στον τόπο τους.
Χωρίς να μπαίνει σε λεπτομέρειες στρέφεται γύρω απ’ το τριπλό ερώτημα «ποιός είναι ο σκοπός της Παιδείας, πού αποβλέπουν οι νέοι που θέλουν να σπουδάσουν και πού αποβλέπει η πολιτεία που τους προσφέρει ή τους αρνιέται τη σπουδή». Με τρόπο κομψό ο Παναγιώτης Κρίκης, αλλά αφοπλιστικά ειλικρινή αναπτύσσει τις σκέψεις του τονίζοντας κατηγορηματικά ότι οι νέοι μας θέλουν να σπουδάσουν για πρακτικούς λόγους πράγμα που λύνει τα χέρια της πολιτείας, δυστυχώς, να εκμεταλλευτεί αυτή την ανάγκη παρέχοντάς τους την εκπαίδευση που εκείνη θέλει και σ’ όσους θέλει δημιουργώντας πολίτες άξιους μόνο να εκτελούν τις αποφάσεις των άλλων κι όχι πολίτες σκεπτόμενους.
Μέσα απ’ τα γραφόμενα διαφαίνεται η πικρία ενός ανθρώπου βαθύτατα δημοκρατικού για την απουσία των πνευματικών ταγών από τα τεκταινόμενα στο χώρο της παιδείας, καθώς και από την επιμονή της εκάστοτε πολιτικής εξουσίας να εθελοτυφλεί μπροστά σ’ όσα συμβαίνουν ολόγυρά μας την ώρα που, σε χρόνια κοινοβουλετικής δημοκρατίας, είναι εύκολο να διακρίνει ο καθένας ότι στο χώρο και των τριών βαθμίδων της εκπαίδευσης κάτι δεν πάει καλά. Στις προθέσεις του είναι να θίξει (αναδείξει) μερικές γκρίζες (σκοτεινές ή λιγότερο φωτισμένες) πλευρές του θέματος αναλαμβάνοντας και την ευθύνη (τον κίνδυνο) πιθανού λάθους. Στενοχωριέται ο συγγραφέας και μαζί του όλοι όσοι αγαπούν την πατρίδα, διότι οι σπουδαγμένοι νέοι μας (ευτυχώς όχι όλοι) έχουν ελλιπείς γνώσεις και μαθαίνουν την επιστήμη τους «πειραματιζόμενοι» στον ανυπεράσπιστο συνάνθρωπό τους…
Τις οποιεσδήποτε διαπιστώσεις του ο συγγραφέας τις δένει έξυπνα με αναφορές στις πηγές του και τελειώνει το τρίτο μέρος με το δικό του συνταγολόγιο για αλλαγή νοοτροπίας του νεοέλληνα, πιστεύοντας ακράδαντα ότι αυτή η αλλαγή νοοτροπίας θα βγάλει τη χώρα απ’ το τούνελ και θα τη βοηθήσει να λύσει όλα τα προβλήματα που την ταλανίζουν…
Τέλος στο επίμετρό του, πάντα προσεκτικός και γοητευτικά διεισδυτικός ο συγγραφέας συμπληρώνει τα τρία προηγούμενα μέρη (κεφάλαια) του έργου του αναφερόμενος στο σύγχρονο πολιτιστικό ιμπεριαλισμό με τη «θελτική» φυσιογνωμία του, ο οποίος μέσα από την εμπορευματοποιημένη παιδεία, την ηλεκτρονική τεχνολογία και τα κάθε είδους μέσα ενημέρωσης αιχμαλωτίζει και παγιδεύει το πνεύμα, αλλοιώνει  μέρα με τη μέρα τον κοινωνικό ιστό κι αλλάζει αργά και βασανιστικά ακόμα και τον εθνικό χαρακτήρα των λαών που αδυνατούν να αντισταθούν επικαλούμενος για επίρρωση των γραφομένων του σοβαρά πονήματα και περισπούδαστα άρθρα σοφών ανθρώπων της εποχής μας, οι οποίοι εναντιώνονται στον επερχόμενο αρμαγεδώνα (Μαρίνος, Καργάκος κ.α.), ο οποίος αφυδατώνει αρχικά και στη συνέχεια θα κατακάψει τον εθνικό πολιτισμό των αδύναμων να αντισταθούν λαών.
Με μια και μόνο αναφορά του ο πατριδολάτρης συγγραφέας μας σ’ έναν απ’ τους πρωταγωνιστές της Εθνικής μας παλιγγενεσίας, τον Μακρυγιάννη, δίνει σ’ όλους εμάς τους νεοέλληνες, που καθόμαστε άβουλοι στις πολυθρόνες μας, την ευκαιρία να καταλάβουμε ότι έχουμε αλλοτριωθεί (ευτυχώς όχι όλοι) και κοντεύουμε να απορρίψουμε τις παραδοσιακές μας αρετές. Διαβλέποντας τον κίνδυνο που διατρέχει η γλώσσα μας, ο γλωσσαμύντωρ συγγραφέας μας τολμά και φέρνει στην επιφάνεια το αίτημα καθιέρωσης της Ελληνικής ως επίσημης γλώσσας της Ευρώπης, αφού κατά κοινή ομολογία αποτελεί έναν πολιτιστικό θησαυρό κι ανήκει στην ανθρωπότητα, όπως κι ο πολιτισμός, η τέχνη, η φιλοσοφία κι όλα τα είδη του γραπτού, πεζού και έμμετρου λόγου μας, υποστηρίζοντας το αίτημά του με τη φράση του Εθνικού μας ποιητή Διονυσίου Σολωμού «Μήγαρις έχω άλλο στο νου μου πάρεξ ελευθερία και γλώσσα». Πόσο δίκαιο έχει, αφού ελευθερία και γλώσσα πάνε μαζί, χέρι – χέρι, κι αποτελούν εγγύηση για εθνική αυτονομία, αδέσμευτη σκέψη κι εθνική προκοπή.
Κρούει τον κώδωνα του κινδύνου ο πολυΐστωρ Καστοριεύς συγγραφέας κρατώντας μας σε εγρήγορση. Είναι σα να μας παρακινεί να έχουμε έτοιμη τη φαρέτρα με τα βέλη της εθνικής μας κληρονομιάς, για να πολεμήσουμε τον ύπουλο πολιτιστικό ιμπεριαλισμό, διότι, αν εξακολουθήσουμε να μένουμε αδιάφοροι, είναι ορατός ο κίνδυνος απώλειας της εθνικής μας φυσιογνωμίας και θα αφανιστούμε μέσα στην παγκόσμια πολυπολιτισμική κοινωνία που βρίσκεται στα «σκαριά» και σύντομα θα μας «σερβιριστεί» ως αναγκαία απ’ τους καλοντυμένους εξωτερικά αλλά ρακένδυτους εσωτερικά τραπεζοκόμους με τα παχυλά φιλοδωρήματα.

Καστοριά 31 Μαρτίου 2012
Φώτιος Κ. Αντωνίου
Συνταξιούχος φιλόλογος πρώην        Δ.Δ.Ε Καστοριάς

Δεν υπάρχουν σχόλια: